- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λιτός?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: litos 고전 발음: [리또] 신약 발음: [리또]

기본형: λιτός

형태분석: λιτ (어간) + ος (어미)

어원: v. λίσ2

  1. 판판한, 매끄러운, 고른, 평평한
  1. smooth, even, plane

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 λιτός

판판한 (이)가

λιτή

판판한 (이)가

λίτον

판판한 (것)가

속격 λιτοῦ

판판한 (이)의

λιτῆς

판판한 (이)의

λίτου

판판한 (것)의

여격 λιτῷ

판판한 (이)에게

λιτῇ

판판한 (이)에게

λίτῳ

판판한 (것)에게

대격 λιτόν

판판한 (이)를

λιτήν

판판한 (이)를

λίτον

판판한 (것)를

호격 λιτέ

판판한 (이)야

λιτή

판판한 (이)야

λίτον

판판한 (것)야

쌍수주/대/호 λιτώ

판판한 (이)들이

λιτά

판판한 (이)들이

λίτω

판판한 (것)들이

속/여 λιτοῖν

판판한 (이)들의

λιταῖν

판판한 (이)들의

λίτοιν

판판한 (것)들의

복수주격 λιτοί

판판한 (이)들이

λιταί

판판한 (이)들이

λίτα

판판한 (것)들이

속격 λιτῶν

판판한 (이)들의

λιτῶν

판판한 (이)들의

λίτων

판판한 (것)들의

여격 λιτοῖς

판판한 (이)들에게

λιταῖς

판판한 (이)들에게

λίτοις

판판한 (것)들에게

대격 λιτούς

판판한 (이)들을

λιτάς

판판한 (이)들을

λίτα

판판한 (것)들을

호격 λιτοί

판판한 (이)들아

λιταί

판판한 (이)들아

λίτα

판판한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 λιτός

λιτοῦ

판판한 (이)의

λιτώτερος

λιτωτεροῦ

더 판판한 (이)의

λιτώτατος

λιτωτατοῦ

가장 판판한 (이)의

부사 λίτως

λιτώτερον

λιτώτατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὀχήματος, κόσμου γυναικείου, σκευῶν τῶν περὶ δίαιταν, ὧν ἑκάστου τὸ τίμημα δραχμὰς χιλίας καὶ πεντακοσίας ὑπερέβαλλεν, ἀποτιμᾶσθαι τὴν ἀξίαν εἰς τὸ δεκαπλάσιον, βουλόμενος ἀπὸ μειζόνων τιμημάτων αὐτοῖς μείζονας καὶ τὰς εἰσφορὰς εἶναι, καὶ προσετίμησε τρεῖς χαλκοῦς πρὸς τοῖς χιλίοις, ὅπως βαρυνόμενοι ταῖς ἐπιβολαῖς καὶ Τοὺς εὐσταλεῖς καὶ λιτοὺς ὁρῶντες ἀπὸ τῶν ἴσων ἐλάττονα τελοῦντας εἰς τὸ δημόσιον ἀπαγορεύωσιν. (Plutarch, Marcus Cato, chapter 18 2:1)

    (플루타르코스, Marcus Cato, chapter 18 2:1)

  • μετὰ δὲ τοὺς ὑλοβίους δευτερεύειν κατὰ τιμὴν τοὺς ἰατρικοὺς καὶ ὡς περὶ τὸν ἄνθρωπον φιλοσόφους, λιτοὺς μὲν μὴ ἀγραύλους δέ, ὀρύζῃ καὶ ἀλφίτοις τρεφομένους, ἃ παρέχειν αὐτοῖς πάντα τὸν αἰτηθέντα καὶ ὑποδεξάμενον ξενίᾳ: (Strabo, Geography, book 15, chapter 1 120:3)

    (스트라본, 지리학, book 15, chapter 1 120:3)

  • λοιπὸν ἦν τοιαύτην τινὰ παρεισαγαγεῖν [δεῖ] τοῖς πολίταις ἀνάγκην ἢ πρόθεσιν, δι ἧς ὥσπερ καὶ περὶ τοὺς κατ ἰδίαν βίους αὐτάρκεις αὐτοὺς παρεσκεύασε καὶ λιτούς, οὕτως καὶ τὸ κοινὸν ἔθος τῆς πόλεως αὔταρκες ἔμελλε γίνεσθαι καὶ σῶφρον. (Polybius, Histories, book 6, chapter 48 7:1)

    (폴리비오스, Histories, book 6, chapter 48 7:1)

유의어

  1. 판판한

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION