Ancient Greek-English Dictionary Language

λίνεος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λίνεος λίνεᾱ λίνεον

Structure: λινε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: li/non

Sense

  1. of flax, flaxen, linen

Examples

  • "αυρελιανο, ξυι ξονσυλατυμ δετυλιμυσ, οβ παυπερτατεμ, θυα ιλλε μαγνυσ εστ, ξετερισ μαιορ, δαβισ αδ εδιτιονεμ ξιρξενσιυμ αυρεοσ αντονινιανοσ τρεξεντοσ, αργεντεοσ πηιλιππεοσ μινυτυλοσ τρια μιλια, ιν αερε σεστερτιυμ θυινθυαγιεσ, τυνιξασ μυλτιξιασ ϝιριλεσ δεξεμ, λινεασ αεγψπτιασ ϝιγιντι, μαντελια ξψπρια παρια δυο, ταπετια ατρα δεξεμ, στραγυλα μαυρα δεξεμ, πορξοσ ξεντυμ, οϝεσ ξεντυμ, ξονϝιϝιυμ αυτεμ πυβλιξυμ εδι ιυβεβισ σενατοριβυσ ετ εθυιτιβυσ ρομανισ, ηοστιασ μαιορεσ δυασ, μινορεσ θυαττυορ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 12 1:3)
  • νον γρατυιτα ποπυλο ερογανδα σεδ πρετιο, σξιενδυμ ταμεν ξονγιαρια ιλλυμ τερ δεδισσε, δονασσε ετιαμ ποπυλο ρομανο τυνιξασ αλβασ μανιξατασ εχ διϝερσισ προϝινξιισ ετ λινεασ αφρασ ατθυε αεγψπτιασ πυρασ, ιπσυμθυε πριμυμ δονασσε οραρια ποπυλο ρομανο, θυιβυσ υτερετυρ ποπυλυσ αδ φαϝορεμ. (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, divus aurelianus, chapter 48 5:1)
  • ιαμ θυιδ λινεασ πετιτασ αεγψπτο λοθυαρ̣ (Unknown, Scriptores Historiae Augustae, Vol 3, carus et carinus et numerianus, chapter 20 5:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION