Ancient Greek-English Dictionary Language

λήθαργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λήθαργος λήθαργος λήθαργον

Structure: ληθαργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: lh/qh

Sense

  1. forgetful
  2. lethargic
  3. (as a substantive) lethargy

Examples

  • Ὅταν γε αὐτὸσ ὑπὸ ληθάργου ἐχόμενοσ ἢ φρενίτιδι περιπεσὼν χαίρῃ, ὅτι οὐδένα ἔχει τὸν ἰασόμενον οὐδὲ τὸν δώσοντα μανδραγόραν πιεῖν ἢ ἄλλο φάρμακον ὑγιεινόν, ἵνα δὴ μόνοσ ἔχῃ τοὺσ ἐν τῇ πόλει μισθούσ τε καὶ τιμάσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, speech 60 17:4)

Synonyms

  1. forgetful

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION