Ancient Greek-English Dictionary Language

λήθαργος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λήθαργος λήθαργος λήθαργον

Structure: ληθαργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: lh/qh

Sense

  1. forgetful
  2. lethargic
  3. (as a substantive) lethargy

Examples

  • νοσημάτων τὰ μετ’ ἀναισθησίασ χείρονα, λήθαργοι κεφαλαλγίαι ἐπιληψίαι ἀποπληξίαι αὐτοί τε πυρετοὶ οἳ συντείναντεσ εἰσ παρακοπὴν τὸ φλεγμαῖνον καὶ τὴν αἴσθησιν ὥσπερ ἐν ὀργάνῳ διαταράξαντεσ κινοῦσι χορδὰσ τὰσ ἀκινήτουσ φρενῶν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 4:1)
  • καὶ γὰρ τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων τὰ μετ’ ἀναισθησίασ χείρονα, λήθαργοι κεφαλαλγίαι ἐπιληψίαι ἀποπληξίαι· (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 2 9:2)
  • Τοῖσι δὲ ὑπὲρ τὴν ἡλικίην ταύτην, ἄσθματα, πλευρίτιδεσ, περιπλευμονίαι, λήθαργοι, φρενίτιδεσ, καῦσοι, διάῤῬοια χρόνιαι, χολέραι, δυσεντερίαι, λειεντερίαι, αἱμοῤῬοί̈δεσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 31.30)

Synonyms

  1. forgetful

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION