Ancient Greek-English Dictionary Language

λεκτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεκτικός λεκτική λεκτικόν

Structure: λεκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/gw3

Sense

  1. good at speaking, able to speak
  2. related to expression, stylistic

Examples

  • κατὰ δὲ τὸν λεκτικὸν τὰ μὲν ἥττων, τὰ δὲ κρείττων, τὰ δ’ ἴσοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 3 15:6)
  • Ξενοφῶν μὲν γὰρ Ἡροδότου ζηλωτὴσ ἐγένετο κατ’ ἀμφοτέρουσ τοὺσ χαρακτῆρασ, τόν τε πραγματικὸν καὶ τὸν λεκτικόν. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 1:2)
  • αὐτίκα ὁ μὲν Λυσίασ ἔν τε τοῖσ ἰδίοισ καὶ τοῖσ δημοσίοισ ἀγῶσιν αὐτὸσ αὑτῷ ὁμολογούμενόσ ἐστιν εἰσ δὲ τὸν λεκτικὸν τόπον κατὰ τὴν τῶν ὀνομάτων σαφήνειαν καὶ σύνθεσιν αὐτοφυῆ μὲν καὶ λείαν εἶναι δοκοῦσαν, παντὸσ δὲ λόγου κατὰ τὴν ἡδονὴν διαφέρουσαν. (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 6 1:2)
  • τὰ δὲ περὶ τὸ λεκτικόν, ἐν ᾧ μάλιστα ὁ χαρακτὴρ αὐτοῦ διάδηλόσ ἐστι, μέλλω νυνὶ λέγειν. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 211)
  • ἐπεὶ δὲ καὶ περὶ τῶν δημηγοριῶν αὐτοῦ τὰ δοκοῦντά μοι φανερὰ ποιήσειν ὑπεσχόμην, ἐν αἷσ οἰόνταί τινεσ τὴν ἄκραν τοῦ συγγραφέωσ εἶναι δύναμιν, διελόμενοσ καὶ ταύτην διχῇ τὴν θεωρίαν εἴσ τε τὸ πραγματικὸν μέροσ καὶ εἰσ τὸ λεκτικὸν χωρὶσ ὑπὲρ ἑκατέρου ποιήσομαι τὸν λόγον, ἀρξάμενοσ ἀπὸ τοῦ πραγματικοῦ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 341)

Synonyms

  1. good at speaking

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION