헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λειτουργέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: λειτουργέω

형태분석: λειτουργέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: leitourgo/s

  1. 모시다, 시중들다, 봉사하다, 돕다
  2. 모시다, 시중들다
  1. to serve public offices at one's own cost, the services performed
  2. to perform public duties, to serve the people or state, to serve
  3. to serve
  4. to perform religious service, minister

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λειτούργω

λειτούργεις

λειτούργει

쌍수 λειτούργειτον

λειτούργειτον

복수 λειτούργουμεν

λειτούργειτε

λειτούργουσιν*

접속법단수 λειτούργω

λειτούργῃς

λειτούργῃ

쌍수 λειτούργητον

λειτούργητον

복수 λειτούργωμεν

λειτούργητε

λειτούργωσιν*

기원법단수 λειτούργοιμι

λειτούργοις

λειτούργοι

쌍수 λειτούργοιτον

λειτουργοίτην

복수 λειτούργοιμεν

λειτούργοιτε

λειτούργοιεν

명령법단수 λειτοῦργει

λειτουργεῖτω

쌍수 λειτούργειτον

λειτουργεῖτων

복수 λειτούργειτε

λειτουργοῦντων, λειτουργεῖτωσαν

부정사 λειτούργειν

분사 남성여성중성
λειτουργων

λειτουργουντος

λειτουργουσα

λειτουργουσης

λειτουργουν

λειτουργουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 λειτούργουμαι

λειτούργει, λειτούργῃ

λειτούργειται

쌍수 λειτούργεισθον

λειτούργεισθον

복수 λειτουργοῦμεθα

λειτούργεισθε

λειτούργουνται

접속법단수 λειτούργωμαι

λειτούργῃ

λειτούργηται

쌍수 λειτούργησθον

λειτούργησθον

복수 λειτουργώμεθα

λειτούργησθε

λειτούργωνται

기원법단수 λειτουργοίμην

λειτούργοιο

λειτούργοιτο

쌍수 λειτούργοισθον

λειτουργοίσθην

복수 λειτουργοίμεθα

λειτούργοισθε

λειτούργοιντο

명령법단수 λειτούργου

λειτουργεῖσθω

쌍수 λειτούργεισθον

λειτουργεῖσθων

복수 λειτούργεισθε

λειτουργεῖσθων, λειτουργεῖσθωσαν

부정사 λειτούργεισθαι

분사 남성여성중성
λειτουργουμενος

λειτουργουμενου

λειτουργουμενη

λειτουργουμενης

λειτουργουμενον

λειτουργουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὴν στεφάνην καὶ τὰσ φιάλασ καὶ τὰσ κρεάγρασ καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ χαλκᾶ, ἐν οἷσ ἐλειτούργουν ἐν αὐτοῖσ, (Septuagint, Liber Ieremiae 52:15)

    (70인역 성경, 예레미야서 52:15)

  • ἀνθ’ ὧν ἐλειτούργουν αὐτοῖσ πρὸ προσώπου τῶν εἰδώλων αὐτῶν καὶ ἐγένετο τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ εἰσ κόλασιν ἀδικίασ, ἕνεκα τούτου ᾖρα τὴν χεῖρά μου ἐπ’ αὐτούσ, λέγει Κύριοσ ὁ Θεόσ, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 44:12)

    (70인역 성경, 에제키엘서 44:12)

  • ποταμὸσ πυρὸσ εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ. χίλιαι χιλιάδεσ ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδεσ παρειστήκεισαν αὐτῷ. κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν. (Septuagint, Prophetia Danielis 7:10)

    (70인역 성경, 다니엘서 7:10)

  • τρεῖσ ἦσαν εὐνοῦχοι τιμιώτατοι τῷ βασιλεῖ, καὶ δῆλον ἐξ ὧν ἐλειτούργουν· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 691:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 691:2)

  • Τῶν δ’ ἀπὸ γένουσ ἱερέων ὅσοι διὰ πήρωσιν οὐκ ἐλειτούργουν παρῆσάν τε ἅμα τοῖσ ὁλοκλήροισ ἐνδοτέρω τοῦ γεισίου καὶ τὰσ ἀπὸ τοῦ γένουσ ἐλάμβανον μερίδασ, ταῖσ γε μὴν ἐσθῆσιν ἰδιωτικαῖσ ἐχρῶντο· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 260:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 260:1)

유의어

  1. 모시다

  2. to perform religious service

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION