헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιτελέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιτελέω ἐπιτελέσω

형태분석: ἐπι (접두사) + τελέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 완성하다, 끝내다, 마치다, 완료하다, 수행하다
  2. 시중들다, 전념하다, 헌신하다, 대접하다, 지배를 받다
  1. to complete, finish, accomplish, the fulfilment
  2. to discharge a religious service
  3. to pay in full, to have to pay, be subject to, to have to pay the debt of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτελῶ

(나는) 완성한다

ἐπιτελεῖς

(너는) 완성한다

ἐπιτελεῖ

(그는) 완성한다

쌍수 ἐπιτελεῖτον

(너희 둘은) 완성한다

ἐπιτελεῖτον

(그 둘은) 완성한다

복수 ἐπιτελοῦμεν

(우리는) 완성한다

ἐπιτελεῖτε

(너희는) 완성한다

ἐπιτελοῦσιν*

(그들은) 완성한다

접속법단수 ἐπιτελῶ

(나는) 완성하자

ἐπιτελῇς

(너는) 완성하자

ἐπιτελῇ

(그는) 완성하자

쌍수 ἐπιτελῆτον

(너희 둘은) 완성하자

ἐπιτελῆτον

(그 둘은) 완성하자

복수 ἐπιτελῶμεν

(우리는) 완성하자

ἐπιτελῆτε

(너희는) 완성하자

ἐπιτελῶσιν*

(그들은) 완성하자

기원법단수 ἐπιτελοῖμι

(나는) 완성하기를 (바라다)

ἐπιτελοῖς

(너는) 완성하기를 (바라다)

ἐπιτελοῖ

(그는) 완성하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτελοῖτον

(너희 둘은) 완성하기를 (바라다)

ἐπιτελοίτην

(그 둘은) 완성하기를 (바라다)

복수 ἐπιτελοῖμεν

(우리는) 완성하기를 (바라다)

ἐπιτελοῖτε

(너희는) 완성하기를 (바라다)

ἐπιτελοῖεν

(그들은) 완성하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτέλει

(너는) 완성해라

ἐπιτελείτω

(그는) 완성해라

쌍수 ἐπιτελεῖτον

(너희 둘은) 완성해라

ἐπιτελείτων

(그 둘은) 완성해라

복수 ἐπιτελεῖτε

(너희는) 완성해라

ἐπιτελούντων, ἐπιτελείτωσαν

(그들은) 완성해라

부정사 ἐπιτελεῖν

완성하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτελων

ἐπιτελουντος

ἐπιτελουσα

ἐπιτελουσης

ἐπιτελουν

ἐπιτελουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτελοῦμαι

(나는) 완성된다

ἐπιτελεῖ, ἐπιτελῇ

(너는) 완성된다

ἐπιτελεῖται

(그는) 완성된다

쌍수 ἐπιτελεῖσθον

(너희 둘은) 완성된다

ἐπιτελεῖσθον

(그 둘은) 완성된다

복수 ἐπιτελούμεθα

(우리는) 완성된다

ἐπιτελεῖσθε

(너희는) 완성된다

ἐπιτελοῦνται

(그들은) 완성된다

접속법단수 ἐπιτελῶμαι

(나는) 완성되자

ἐπιτελῇ

(너는) 완성되자

ἐπιτελῆται

(그는) 완성되자

쌍수 ἐπιτελῆσθον

(너희 둘은) 완성되자

ἐπιτελῆσθον

(그 둘은) 완성되자

복수 ἐπιτελώμεθα

(우리는) 완성되자

ἐπιτελῆσθε

(너희는) 완성되자

ἐπιτελῶνται

(그들은) 완성되자

기원법단수 ἐπιτελοίμην

(나는) 완성되기를 (바라다)

ἐπιτελοῖο

(너는) 완성되기를 (바라다)

ἐπιτελοῖτο

(그는) 완성되기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτελοῖσθον

(너희 둘은) 완성되기를 (바라다)

ἐπιτελοίσθην

(그 둘은) 완성되기를 (바라다)

복수 ἐπιτελοίμεθα

(우리는) 완성되기를 (바라다)

ἐπιτελοῖσθε

(너희는) 완성되기를 (바라다)

ἐπιτελοῖντο

(그들은) 완성되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτελοῦ

(너는) 완성되어라

ἐπιτελείσθω

(그는) 완성되어라

쌍수 ἐπιτελεῖσθον

(너희 둘은) 완성되어라

ἐπιτελείσθων

(그 둘은) 완성되어라

복수 ἐπιτελεῖσθε

(너희는) 완성되어라

ἐπιτελείσθων, ἐπιτελείσθωσαν

(그들은) 완성되어라

부정사 ἐπιτελεῖσθαι

완성되는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτελουμενος

ἐπιτελουμενου

ἐπιτελουμενη

ἐπιτελουμενης

ἐπιτελουμενον

ἐπιτελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετέλουν

(나는) 완성하고 있었다

ἐπετέλεις

(너는) 완성하고 있었다

ἐπετέλειν*

(그는) 완성하고 있었다

쌍수 ἐπετελεῖτον

(너희 둘은) 완성하고 있었다

ἐπετελείτην

(그 둘은) 완성하고 있었다

복수 ἐπετελοῦμεν

(우리는) 완성하고 있었다

ἐπετελεῖτε

(너희는) 완성하고 있었다

ἐπετέλουν

(그들은) 완성하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετελούμην

(나는) 완성되고 있었다

ἐπετελοῦ

(너는) 완성되고 있었다

ἐπετελεῖτο

(그는) 완성되고 있었다

쌍수 ἐπετελεῖσθον

(너희 둘은) 완성되고 있었다

ἐπετελείσθην

(그 둘은) 완성되고 있었다

복수 ἐπετελούμεθα

(우리는) 완성되고 있었다

ἐπετελεῖσθε

(너희는) 완성되고 있었다

ἐπετελοῦντο

(그들은) 완성되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τίνοσ ὑμῖν συντάξαντοσ τὸν οἶκον τοῦτον οἰκοδομεῖτε, καὶ τὴν στέγην ταύτην καὶ τὰ ἄλλα πάντα ἐπιτελεῖτε̣ καὶ τίνεσ εἰσὶν οἰκοδόμοι οἱ ταῦτα ἐπιτελοῦντεσ̣ (Septuagint, Liber Esdrae I 6:4)

    (70인역 성경, 에즈라기 6:4)

  • Οἱ μὲν οὗν ἱππεῖσ ἐξῆλθον σπεύδοντεσ τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέωσ λεγόμενα ἐπιτελεῖν. ἐξετέθη δὲ τὸ πρόσταγμα καὶ ἐν Σούσοισ. (Septuagint, Liber Esther 8:35)

    (70인역 성경, 에스테르기 8:35)

  • ὁ δὲ Ἡλιόδωροσ τὸ διεγνωσμένον ἐπετέλει. (Septuagint, Liber Maccabees II 3:23)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 3:23)

  • μεταλαβὼν δὲ καὶ τοὺσ ἐν Ἰαμνείᾳ τὸν αὐτὸν ἐπιτελεῖν βουλομένουσ τρόπον τοῖσ παροικοῦσιν Ἰουδαίοισ, (Septuagint, Liber Maccabees II 12:8)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:8)

  • ὁ δὲ ἕτεροσ. κἀγώ, φησί, δυνάστησ ἐπὶ τῆσ γῆσ ὁ προστάσσων αἴρειν τὰ ὅπλα καὶ τὰσ βασιλικὰσ χρείασ ἐπιτελεῖν. ὅμωσ οὐ κατέσχεν ἐπιτελέσαι τὸ σχέτλιον αὐτοῦ βούλημα. (Septuagint, Liber Maccabees II 15:5)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 15:5)

유의어

  1. 완성하다

  2. to discharge a religious service

  3. 시중들다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION