Ancient Greek-English Dictionary Language

λαγαρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λαγαρός λαγαρή λαγαρόν

Structure: λαγαρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. slack, hollow, sunken, in the least defensible
  2. slack, loose, pliant

Examples

  • λαγόνασ ἀνειμένασ, ἰσχία μὴ συνδεδεμένα, κενεῶνασ λαγαρούσ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 9:4)
  • ὃσ διὰ τὸ μεμελοποιηκέναι πᾶσαν ἑαυτοῦ τὴν ποίησιν ἀφροντιστὶ πολλοὺσ ἀκεφάλουσ ποιεῖ στίχουσ καὶ λαγαρούσ, ἔτι δὲ μειούρουσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 32 2:1)
  • ὃσ διὰ τὸ μεμελοποιηκέναι πᾶσαν ἑαυτῷ τὴν ποίησιν ἀφροντιστὶ πολλοὺσ ἀκεφάλουσ ποιεῖ στίχουσ καὶ λαγαρούσ, ἔτι δὲ μειούρουσ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume I, , section15)

Synonyms

  1. slack

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION