헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κώπη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κώπη κώπης

형태분석: κωπ (어간) + η (어미)

어원: from Root KAP, Lat. capio

  1. 손잡이, 자루
  1. a handle (e.g. of an oar)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κώπη

손잡이가

κώπᾱ

손잡이들이

κῶπαι

손잡이들이

속격 κώπης

손잡이의

κώπαιν

손잡이들의

κωπῶν

손잡이들의

여격 κώπῃ

손잡이에게

κώπαιν

손잡이들에게

κώπαις

손잡이들에게

대격 κώπην

손잡이를

κώπᾱ

손잡이들을

κώπᾱς

손잡이들을

호격 κώπη

손잡이야

κώπᾱ

손잡이들아

κῶπαι

손잡이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὲν πρῶτα ταῖσ αὔραισ ταῖσ ἐκ τῶν ποταμῶν πνεούσαισ ἑώθεν καὶ ἅμα ταῖσ κώπαισ διαχρώμενοι· (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 3 3:1)

    (아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 3 3:1)

  • πρῷραι ναῶν, ὠκείαισ Ἴλιον ἱερὰν αἳ κώπαισ δι’ ἅλα πορφυροειδέα καὶ λιμένασ Ἑλλάδοσ εὐόρμουσ αὐλῶν παιᾶνι στυγνῷ συρίγγων τ’ εὐφθόγγων φωνᾷ βαίνουσαι πλεκτὰν Αἰγύπτου παιδείαν ἐξηρτήσασθ’, αἰαῖ, Τροίασ ἐν κόλποισ τὰν Μενελάου μετανισόμεναι στυγνὰν ἄλοχον, Κάστορι λώβαν τῷ τ’ Εὐρώτᾳ δυσκλείαν, ἃ σφάζει μὲν τὸν πεντήκοντ’ ἀροτῆρα τέκνων Πρίαμον, ἐμέ τε μελέαν Ἑκάβαν ἐσ τάνδ’ ἐξώκειλ’ ἄταν. (Euripides, The Trojan Women, choral, lyric1)

    (에우리피데스, The Trojan Women, choral, lyric1)

  • συρίζων θ’ ὁ κηροδέτασ κάλαμοσ οὐρείου Πανὸσ κώπαισ ἐπιθωύ̈ξει, ὁ Φοῖβόσ θ’ ὁ μάντισ ἔχων κέλαδον ἑπτατόνου λύρασ ἀείδων ἄξει λιπαρὰν εὖ σ’ Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν. (Euripides, Iphigenia in Tauris, choral, strophe 22)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, choral, strophe 22)

  • ὦ γῆσ Ἑλλάδοσ ναῦται, νεὼσ λάβεσθε κώπαισ ῥόθιά τ’ ἐκλευκαίνετε· (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 5:10)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 5:10)

  • προσελάσαντεσ οὖν ταῖσ κώπαισ κατ’ ἐκεῖνο παρεδράμομεν καὶ μετὰ πολλῆσ ἀγωνίασ ἐπεράσαμεν οὔποτε προσδοκήσαντεσ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 43:3)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 43:3)

유의어

  1. 손잡이

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION