- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κώπη?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kōpē 고전 발음: [꼬:뻬:] 신약 발음: [꼬뻬]

기본형: κώπη κώπης

형태분석: κωπ (어간) + η (어미)

어원: from Root ΚΑΠ, Lat. capio

  1. 손잡이, 자루
  1. a handle (e.g. of an oar)

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κώπη

손잡이가

κώπα

손잡이들이

κῶπαι

손잡이들이

속격 κώπης

손잡이의

κώπαιν

손잡이들의

κωπῶν

손잡이들의

여격 κώπῃ

손잡이에게

κώπαιν

손잡이들에게

κώπαις

손잡이들에게

대격 κώπην

손잡이를

κώπα

손잡이들을

κώπας

손잡이들을

호격 κώπη

손잡이야

κώπα

손잡이들아

κῶπαι

손잡이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὔ τοι μακρὸν μὲν ἤλθομεν κώπῃ πόρον, ἐκ τερμάτων δὲ νόστον ἀροῦμεν πάλιν. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 6:14)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 6:14)

  • ναῦται δ ἐπευφήμησαν εὐχαῖσιν κόρης παιᾶνα, γυμνὰς ἐκ <πέπλων> ἐπωμίδας κώπῃ προσαρμόσαντες ἐκ κελεύσματος. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 7:10)

    (에우리피데스, Iphigenia in Tauris, episode 7:10)

  • πλεῖστον γὰρ οἶμαι - καὶ τόδ οὐ κόμπῳ λέγω - στράτευμα κώπῃ διορίσαι Τροίαν ἔπι, τύραννος οὐδὲν πρὸς βίαν στρατηλατῶν, ἑκοῦσι δ ἄρξας Ἑλλάδος νεανίαις. (Euripides, Helen, episode, dialogue2)

    (에우리피데스, Helen, episode, dialogue2)

  • Φοίνισσα κώπη ταχύπορος γενήσεται. (Euripides, Helen, episode 4:29)

    (에우리피데스, Helen, episode 4:29)

  • "οἱ γάρ, εἰδώλου προσπίπτοντος ἡμῖν περιφεροῦς ἑτέρου δὲ κεκλασμένου, τὴν μὲν αἴσθησιν ἀληθῶς τυποῦσθαι λέγοντες, προσαποφαίνεσθαι δ οὐκ ἐῶντες ὅτι στρογγύλος ὁ πύργος ἐστὶν ἡ δὲ κώπη κέκλασται, τὰ πάθη τὰ αὑτῶν καὶ τὰ φαντάσματα βεβαιοῦσι τὰ δ ἐκτὸς οὕτως ἔχειν ὁμολογεῖν οὐκ ἐθέλουσιν ἀλλ ὡς ἐκείνοις τὸ ἱπποῦσθαι καὶ τὸ τοιχοῦσθαι λεκτέον οὐχ ἵππον οὐδὲ τοῖχον, οὕτως ἄρα τὸ στρογγυλοῦσθαι καὶ τὸ σκαληνοῦσθαι τὴν ὄψιν, οὐ σκαληνὸν οὐδὲ στρογγύλον ἀνάγκη τὴν κώπην καὶ τὸν πύργον λέγειν: (Plutarch, Adversus Colotem, section 253)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 253)

유의어

  1. 손잡이

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION