- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κύστις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kystis 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κύστις κύστεως

형태분석: κυστι (어간) + ς (어미)

어원: κύω

  1. 방광, 부레
  1. bladder

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κύστις

방광이

κύστει

방광들이

κύστεις

방광들이

속격 κύστεως

방광의

κύστοιν

방광들의

κύστεων

방광들의

여격 κύστει

방광에게

κύστοιν

방광들에게

κύστεσι(ν)

방광들에게

대격 κύστιν

방광을

κύστει

방광들을

κύστεις

방광들을

호격 κύστι

방광아

κύστει

방광들아

κύστεις

방광들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἐπιτήδειόν τε εἶναί φησιν αὐτὴν τοῖς τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως ἐρεθισμοῖς εὐέκκριτόν τε εἶναι μετρίως καὶ τρόφιμον, κρείττω δὲ τὴν ἀγρίαν τῆς κηπευομένης. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5213)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5213)

  • ἐν δὲ τῇ μύτιδι ὁ θολός ἐστιν αὕτη δὲ κεῖται παρ αὐτὸ τὸ στόμα κύστεως τρόπον ἐπέχουσα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1236)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 1236)

  • καὶ γὰρ καὶ αἱ κύστεις ἑκάτεραι ἥ τε τὸ οὖρον ὑποδεχομένη καὶ ἡ τὴν ξανθὴν χολὴν οὐ μόνον τῶν ἄλλων ἁπάντων ἀλλὰ καὶ ἀλλήλων διαφέρουσι καὶ οἱ εἰς τὸ ἧπαρ ἀποφυόμενοι πόροι, καθάπερ στόμαχοί τινες ἀπὸ τῆς χοληδόχου κύστεως, οὐδὲν οὔτ ἀρτηρίαις οὔτε φλεψὶν οὔτε νεύροις ἐοίκασιν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 621)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 621)

  • ἀλλ ἐν τούτοις γε τοῖς ἔργοις τῶν παίδων ἐναργῶς, ὅσον εἰς μέγεθος ἐπιδίδωσιν ἡ ἐντὸς εὐρυχωρία τῆς κύστεως, τοσοῦτον ἀναγκαῖον εἰς λεπτότητα καθαιρεῖσθαι τὸ σῶμα καὶ εἴ γε τὴν λεπτότητα ταύτην ἀνατρέφειν οἱοί῀ τ ἦσαν οἱ παῖδες, ὁμοίως ἂν τῇ φύσει τὴν κύστιν ἐκ μικρᾶς μεγάλην ἀπειργάζοντο. (Galen, On the Natural Faculties., , section 713)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 713)

  • Ἀσκληπιάδην δ οἶμαι μηδὲ λίθον οὐρηθέντα ποτὲ θεάσασθαι πρὸς τῶν οὕτω πασχόντων μηδ ὡς προηγήσατο κατὰ τὴν μεταξὺ τῶν νεφρῶν καὶ τῆς κύστεως χώραν ὀδύνη τις ὀξεῖα διερχομένου τοῦ λίθου τὸν οὐρητῆρα μηδ ὡς οὐρηθέντος αὐτοῦ τά τε τῆς ὀδύνης καὶ τὰ τῆς ἰσχουρίας ἐπαύσατο παραχρῆμα. (Galen, On the Natural Faculties., , section 134)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 134)

유의어

  1. 방광

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION