- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κύστις?

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: kystis 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κύστις κύστεως

형태분석: κυστι (어간) + ς (어미)

어원: κύω

  1. 방광, 부레
  1. bladder

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κύστις

방광이

κύστει

방광들이

κύστεις

방광들이

속격 κύστεως

방광의

κύστοιν

방광들의

κύστεων

방광들의

여격 κύστει

방광에게

κύστοιν

방광들에게

κύστεσι(ν)

방광들에게

대격 κύστιν

방광을

κύστει

방광들을

κύστεις

방광들을

호격 κύστι

방광아

κύστει

방광들아

κύστεις

방광들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "γῇ δὲ καὶ θαλάσσῃ χρῆται κατὰ φύσιν ὁ κόσμος ὅσα κοιλίᾳ καὶ κύστει ζῷον. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 156)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 156)

  • Ὁκόσων μὲν ἥ τε κοιλίη εὔροός τε καὶ ὑγιηρή ἐστι καὶ ἡ κύστις μὴ πυρετώδης μηδὲ ὁ στόμαχος τῆς κύστιος συμπέφρακται λίην, οὗτοι μὲν διου ρεῦσι Ῥηϊδίως, καὶ ἐν τῇ κύστει οὐδὲν συστρέφεται. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , ix.7)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , ix.7)

  • Νούσων δὲ διαφοραὶ ἐν τροφῇ, ἐν πνεύματι, ἐν θερμασίῃ, ἐν αἵματι, ἐν φλέγματι, ἐν χολῇ, ἐν χυμοῖσιν, ἐν σαρκί, ἐν πιμελῇ, ἐν φλεβί, ἐν ἀρτηρίῃ, ἐν νεύρῳ, μυί, ὑμένι, ὀστέῳ, ἐγκεφάλῳ, νωτιαίῳ μυελῷ, στόματι, γλώσσῃ, στομάχῳ, κοιλίῃ, ἐντέροισι, φρεσί, περιτοναίῳ, ἥπατι, σπληνί, νεφροῖς, κύστει, μήτρῃ, δέρματι. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxv.1)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxv.1)

  • ἐπιλέγουσι δὲ δὴ καί τιν ἔπη τρίβοντες ἐν μέτρῳ τέ τινι καὶ μέλει καὶ Ῥυθμῷ καὶ ἔστι πάντα τὰ Ῥήματα ταῦτα παρακέλευσις τῇ κύστει πρὸς τὴν αὔξησιν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 711)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 711)

  • ἡμεῖς οὖν ἠναγκάσθημεν αὐτοῖς τοῦ λοιποῦ δεικνύειν εἰσρέον τῇ κύστει διὰ τῶν οὐρητήρων τὸ οὖρον ἐναργῶς ἐπὶ ζῶντος ἔτι τοῦ ζῳού, μόγις ἂν οὕτω ποτὲ τὴν φλυαρίαν αὐτῶν ἐπισχήσειν ἐλπίζοντες. (Galen, On the Natural Faculties., , section 1326)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., , section 1326)

유의어

  1. 방광

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION