Ancient Greek-English Dictionary Language

κριτικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κριτικός κριτική κριτικόν

Structure: κριτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from krith/s

Sense

  1. Able to judge, discerning, critical
  2. (Especially as a substantive concerning language): critic, grammarian, academic

Examples

  • ὃσ ὑπὸ φιλοτιμίασ πολλοὺσ τῶν ἀπὸ παιδείασ συναθροίζων οὐ μόνον τοῖσ ἄλλοισ ἀλλὰ καὶ λόγοισ εἱστία, τὰ μὲν προβάλλων τῶν ἀξίων ζητήσεωσ, τὰ δὲ ἀνευρίσκων, οὐκ ἀβασανίστωσ οὐδ’ ἐκ τοῦ παρατυχόντοσ τὰσ ζητήσεισ ποιούμενοσ, ἀλλ’ ὡσ ἔνι μάλιστα μετὰ κριτικῆσ τινοσ καὶ Σωκρατικῆσ ἐπιστήμησ, ὡσ πάντασ θαυμάζειν τῶν ζητήσεων τὴν τήρησιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 42)
  • Κριτικῆσ τινοσ, ὦ θαυμάσιε, καὶ ἐξεταστικῆσ παρασκευῆσ καὶ νοῦ ὀξέοσ καὶ διανοίασ ἀκριβοῦσ καὶ ἀδεκάστου, οἱάν χρὴ εἶναι τὴν περὶ τῶν τηλικούτων δικάσουσαν, ἢ μάτην ἂν ἅπαντα ἑωραμένα εἰή. (Lucian, 131:3)
  • τὰ μὲν οὖν τῶν ἄλλων εὐδιαίτητά ἐστι, τὰ δ’ Ὁμήρου σκέψεωσ δεῖται κριτικῆσ, ποιητικῶσ τε λέγοντοσ καὶ οὐ τὰ νῦν ἀλλὰ τὰ ἀρχαῖα, ὧν ὁ χρόνοσ ἠμαύρωκε τὰ πολλά. (Strabo, Geography, Book 8, chapter 1 2:3)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION