- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόμης?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: komēs 고전 발음: [꼬메:] 신약 발음: [꼬메]

기본형: κόμης κόμητος

형태분석: κομητ (어간) + ς (어미)

  1. 동료, 동무, 상대, 동지
  1. a companion, comrade, partner
  2. a count, an earl

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόμης

동료가

κόμητε

동료들이

κόμητες

동료들이

속격 κόμητος

동료의

κομήτοιν

동료들의

κομήτων

동료들의

여격 κόμητι

동료에게

κομήτοιν

동료들에게

κόμησι(ν)

동료들에게

대격 κόμητα

동료를

κόμητε

동료들을

κόμητας

동료들을

호격 κόμη

동료야

κόμητε

동료들아

κόμητες

동료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἶτ ἐπειδὰν ἱκανῶς συλλέξωνται καὶ ἐπισιτίσωνται, ἀπορρίψαντες ἐκεῖνο τὸ δύστηνον τριβώνιον ἀγροὺς ἐνίοτε καὶ ἐσθῆτας τῶν μαλθακῶν ἐπρίαντο καὶ παῖδας κομήτας καὶ συνοικίας ὅλας, μακρὰ χαίρειν φράσαντες τῇ πήρᾳ τῇ Κράτητος καὶ τῷ τρίβωνι τῷ Ἀντισθένους καὶ τῷ πίθῳ τῷ Διογένους. (Lucian, Fugitivi, (no name) 20:3)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 20:3)

  • τίς δὲ οὐκ ἂν εἰκάσαι, χλωροὺς καὶ κομήτας ὁρῶν ἀνθρωπίσκους κειμένους, τὴν πόλιν ἀποροῦσαν συμμάχων τοὺς ἐν τῇ εἱρκτῇ κακούργους ἐπιλῦσαι τῷ πολέμῳ· (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 50:4)

    (루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 50:4)

  • παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κομήτας, οὓς Υἁκίνθους ἢ Ἀχιλλέας ἢ Ναρκίσσους ὀνομάζουσι, μεταξὺ ὀρέγοντας σφίσι τὸ ἔκπωμα φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς κόμης καὶ πώγωνα φύειν ὀξύν, οἱοί῀ εἰσιν ἐν ταῖς κωμῳδίαις οἱ σφηνοπώγωνες, καὶ τὸ παρὰ τοῖς κροτάφοις πάνυ λάσιον καὶ κάρτα ἐκκεντοῦν, τὸ μεταξὺ δὲ λεῖον καὶ γυμνὸν εἶναι. (Lucian, Saturnalia, letter 1 6:3)

    (루키아노스, Saturnalia, letter 1 6:3)

  • καλὸς δὲ νομίζεται παρ αὐτοῖς ἢν πού τις φαλακρὸς καὶ ἄκομος ᾖ, τοὺς δὲ κομήτας καὶ μυσάττονται. (Lucian, Verae Historiae, book 1 23:9)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 23:9)

  • ἐπὶ δὲ τῶν κομητῶν ἀστέρων τοὐναντίον τοὺς κομήτας καλοὺς νομίζουσιν ἐπεδήμουν γάρ τινες, οἳ καὶ περὶ ἐκείνων διηγοῦντο. (Lucian, Verae Historiae, book 1 23:10)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 1 23:10)

유의어

  1. 동료

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION