- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλόκαμος?

2군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: plokamos 고전 발음: [로까모] 신약 발음: [로까모]

기본형: πλόκαμος

어원: πλέκω

  1. a lock or braid of hair, locks

예문

  • τοῦτο καὶ ἐγὼ νέος ἔτι ὢν ἐπετέλεσα, καὶ ἔτι μευ ἐν τῷ ἱρῷ καὶ ὁ πλόκαμος καὶ τὸ οὔνομα. (Lucian, De Syria dea, (no name) 60:7)

    (루키아노스, De Syria dea, (no name) 60:7)

  • ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία. (Lucian, De saltatione, (no name) 41:1)

    (루키아노스, De saltatione, (no name) 41:1)

  • καὶ πρόχειλός ἐστι καὶ λεπτὸς ἄγαν τοῖν σκελοῖν, καὶ ἐφθέγγετο ἐπισεσυρμένον τι καὶ συνεχὲς καὶ ἐπίτροχον, Ἑλληνιστὶ μέν, ἐς τὸ πάτριον δὲ τῷ ψόφῳ καὶ τῷ τῆς φωνῆς τόνῳ, ἡ κόμη δὲ καὶ ἐς τοὐπίσω ὁ πλόκαμος συνεσπειραμένος οὐκ ἐλεύθερον αὐτόν φησιν εἶναι. (Lucian, 5:1)

    (루키아노스, 5:1)

  • πλόκαμός τε γάρ σου ταναός, οὐ πάλης ὕπο, γένυν παρ αὐτὴν κεχυμένος, πόθου πλέως: (Euripides, episode 2:2)

    (에우리피데스, episode 2:2)

  • ἱερὸς ὁ πλόκαμος: (Euripides, episode 3:23)

    (에우리피데스, episode 3:23)

유의어

  1. a lock or braid of hair

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION