- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κόμης?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: komēs 고전 발음: [꼬메:] 신약 발음: [꼬메]

기본형: κόμης κόμητος

형태분석: κομητ (어간) + ς (어미)

  1. 동료, 동무, 상대, 동지
  1. a companion, comrade, partner
  2. a count, an earl

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κόμης

동료가

κόμητε

동료들이

κόμητες

동료들이

속격 κόμητος

동료의

κομήτοιν

동료들의

κομήτων

동료들의

여격 κόμητι

동료에게

κομήτοιν

동료들에게

κόμησι(ν)

동료들에게

대격 κόμητα

동료를

κόμητε

동료들을

κόμητας

동료들을

호격 κόμη

동료야

κόμητε

동료들아

κόμητες

동료들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ ποιήσετε σισόην ἐκ τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, οὐδὲ φθερεῖτε τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος ὑμῶν. (Septuagint, Liber Leviticus 19:27)

    (70인역 성경, 레위기 19:27)

  • καὶ ἐγγίσασα τῆς κλίνης ἐδράξατο τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ εἶπε. κραταίωσόν με, ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. (Septuagint, Liber Iudith 13:7)

    (70인역 성경, 유딧기 13:7)

  • εἰρηνεύοντα διεσκέδασέ με, λαβών με τῆς κόμης διέτιλε, κατέστησέ με ὥσπερ σκοπόν. (Septuagint, Liber Iob 16:12)

    (70인역 성경, 욥기 16:12)

  • ἦ διανοίξεις μαζουρὼθ ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ Ἕσπερον ἐπὶ κόμης αὐτοῦ ἄξεις αὐτά; (Septuagint, Liber Iob 38:32)

    (70인역 성경, 욥기 38:32)

  • καὶ ἐπελάβετο ὁ ἄγγελος Κυρίου τῆς κορυφῆς αὐτοῦ καὶ βαστάσας τῆς κόμης τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔθηκεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα ἐπάνω τοῦ λάκκου ἐν τῷ ροίζῳ τοῦ πνεύματος αὐτοῦ. (Septuagint, Prophetia Danielis 12:48)

    (70인역 성경, 다니엘서 12:48)

유의어

  1. 동료

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION