Ancient Greek-English Dictionary Language

κλύμενος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κλύμενος κλύμενη κλύμενον

Structure: κλυμεν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = kluto/s

Sense

  1. famous

Examples

  • Ἀμφίνομοσ Θόασ Δημοπτόλεμοσ Ἀμφίμαχοσ Εὐρύαλοσ, Πάραλοσ Εὐηνορίδησ Κλυτίοσ Ἀγήνωρ Εὐρύπυλοσ, Πυλαιμένησ Ἀκάμασ Θερσίλοχοσ Ἅγιοσ Κλύμενοσ, Φιλόδημοσ Μενεπτόλεμοσ Δαμάστωρ Βίασ Τέλμιοσ, Πολύιδοσ Ἀστύλοχοσ Σχεδίοσ Ἀντίγονοσ Μάρψιοσ, Ἰφιδάμασ Ἀργεῖοσ Γλαῦκοσ Καλυδωνεὺσ Ἐχίων, Λάμασ Ἀνδραίμων Ἀγέρωχοσ Μέδων Ἄγριοσ, Πρόμοσ Κτήσιοσ Ἀκαρνάν Κύκνοσ Ψηρᾶσ, Ἑλλάνικοσ Περίφρων Μεγασθένησ Θρασυμήδησ Ὀρμένιοσ, Διοπίθησ Μηκιστεὺσ Ἀντίμαχοσ Πτολεμαῖοσ Λεστορίδησ, Νικόμαχοσ Πολυποίτησ Κεραόσ. (Apollodorus, Library and Epitome, book E, chapter 7 27:1)

Synonyms

  1. famous

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION