Ancient Greek-English Dictionary Language

κατάσκοπος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κατάσκοπος

Sense

  1. one who keeps a look out, a scout, spy, a person sent to examine and report, an inspector.

Examples

  • πέρδιξ θηρευτὴσ ἐν καρτάλλῳ, οὕτωσ καρδία ὑπερηφάνου, καὶ ὡσ ὁ κατάσκοποσ ἐπιβλέπει πτῶσιν. (Septuagint, Liber Sirach 11:28)
  • "εἴ τισ ἄθεοσ ἢ Χριστιανὸσ ἢ Ἐπικούρειοσ ἥκει κατάσκοποσ τῶν ὀργίων, φευγέτω· (Lucian, Alexander, (no name) 38:4)
  • ἤδη δ’ ἀγύρτησ πτωχικὴν ἔχων στολὴν ἐσῆλθε πύργουσ, πολλὰ δ’ Ἀργείοισ κακὰ ἠρᾶτο, πεμφθεὶσ Ἰλίου κατάσκοποσ· (Euripides, Rhesus, episode, iambic 2:11)
  • οἶσθ’ ἡνίκ’ ἦλθεσ Ἰλίου κατάσκοποσ, δυσχλαινίᾳ τ’ ἄμορφοσ, ὀμμάτων τ’ ἄπο φόνου σταλαγμοὶ σὴν κατέσταζον γένυν; (Euripides, Hecuba, episode17)
  • ἵν’ ἅττα βουλεύοισθε καὶ μέλλοιτε δρᾶν, ἐκεῖνοσ εἰή τῶν λόγων κατάσκοποσ. (Aristophanes, Thesmophoriazusae, Episode9)

Synonyms

  1. one who keeps a look out

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION