헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπίμπλημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπίμπλημι καταπλήσω

형태분석: κατα (접두사) + πίμπλᾱ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 채우다, 덮다
  1. to fill full of

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπίμπλημι

(나는) 채운다

καταπίμπλης

(너는) 채운다

καταπίμπλησιν*

(그는) 채운다

쌍수 καταπίμπλατον

(너희 둘은) 채운다

καταπίμπλατον

(그 둘은) 채운다

복수 καταπίμπλαμεν

(우리는) 채운다

καταπίμπλατε

(너희는) 채운다

καταπιμπλάᾱσιν*

(그들은) 채운다

접속법단수 καταπιμπλῶ

(나는) 채우자

καταπιμπλῇς

(너는) 채우자

καταπιμπλῇ

(그는) 채우자

쌍수 καταπιμπλῆτον

(너희 둘은) 채우자

καταπιμπλῆτον

(그 둘은) 채우자

복수 καταπιμπλῶμεν

(우리는) 채우자

καταπιμπλῆτε

(너희는) 채우자

καταπιμπλῶσιν*

(그들은) 채우자

기원법단수 καταπιμπλαίην

(나는) 채우기를 (바라다)

καταπιμπλαίης

(너는) 채우기를 (바라다)

καταπιμπλαίη

(그는) 채우기를 (바라다)

쌍수 καταπιμπλαίητον

(너희 둘은) 채우기를 (바라다)

καταπιμπλαιήτην

(그 둘은) 채우기를 (바라다)

복수 καταπιμπλαίημεν

(우리는) 채우기를 (바라다)

καταπιμπλαίητε

(너희는) 채우기를 (바라다)

καταπιμπλαίησαν

(그들은) 채우기를 (바라다)

명령법단수 καταπίμπλᾱ

(너는) 채우어라

καταπιμπλάτω

(그는) 채우어라

쌍수 καταπίμπλατον

(너희 둘은) 채우어라

καταπιμπλάτων

(그 둘은) 채우어라

복수 καταπίμπλατε

(너희는) 채우어라

καταπιμπλάντων

(그들은) 채우어라

부정사 καταπιμπλάναι

채우는 것

분사 남성여성중성
καταπιμπλᾱς

καταπιμπλαντος

καταπιμπλᾱσα

καταπιμπλᾱσης

καταπιμπλαν

καταπιμπλαντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπίμπλαμαι

(나는) 채워진다

καταπίμπλασαι

(너는) 채워진다

καταπίμπλαται

(그는) 채워진다

쌍수 καταπίμπλασθον

(너희 둘은) 채워진다

καταπίμπλασθον

(그 둘은) 채워진다

복수 καταπιμπλάμεθα

(우리는) 채워진다

καταπίμπλασθε

(너희는) 채워진다

καταπίμπλανται

(그들은) 채워진다

접속법단수 καταπιμπλῶμαι

(나는) 채워지자

καταπιμπλῇ

(너는) 채워지자

καταπιμπλῆται

(그는) 채워지자

쌍수 καταπιμπλῆσθον

(너희 둘은) 채워지자

καταπιμπλῆσθον

(그 둘은) 채워지자

복수 καταπιμπλώμεθα

(우리는) 채워지자

καταπιμπλῆσθε

(너희는) 채워지자

καταπιμπλῶνται

(그들은) 채워지자

기원법단수 καταπιμπλαίμην

(나는) 채워지기를 (바라다)

καταπιμπλαῖο

(너는) 채워지기를 (바라다)

καταπιμπλαῖτο

(그는) 채워지기를 (바라다)

쌍수 καταπιμπλαῖσθον

(너희 둘은) 채워지기를 (바라다)

καταπιμπλαίσθην

(그 둘은) 채워지기를 (바라다)

복수 καταπιμπλαίμεθα

(우리는) 채워지기를 (바라다)

καταπιμπλαῖσθε

(너희는) 채워지기를 (바라다)

καταπιμπλαῖντο

(그들은) 채워지기를 (바라다)

명령법단수 καταπίμπλασο

(너는) 채워져라

καταπιμπλάσθω

(그는) 채워져라

쌍수 καταπίμπλασθον

(너희 둘은) 채워져라

καταπιμπλάσθων

(그 둘은) 채워져라

복수 καταπίμπλασθε

(너희는) 채워져라

καταπιμπλάσθων

(그들은) 채워져라

부정사 καταπίμπλασθαι

채워지는 것

분사 남성여성중성
καταπιμπλαμενος

καταπιμπλαμενου

καταπιμπλαμενη

καταπιμπλαμενης

καταπιμπλαμενον

καταπιμπλαμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλήσω

(나는) 채우겠다

καταπλήσεις

(너는) 채우겠다

καταπλήσει

(그는) 채우겠다

쌍수 καταπλήσετον

(너희 둘은) 채우겠다

καταπλήσετον

(그 둘은) 채우겠다

복수 καταπλήσομεν

(우리는) 채우겠다

καταπλήσετε

(너희는) 채우겠다

καταπλήσουσιν*

(그들은) 채우겠다

기원법단수 καταπλησίημι

(나는) 채우겠기를 (바라다)

καταπλησίης

(너는) 채우겠기를 (바라다)

καταπλησίη

(그는) 채우겠기를 (바라다)

쌍수 καταπλησίητον

(너희 둘은) 채우겠기를 (바라다)

καταπλησιήτην

(그 둘은) 채우겠기를 (바라다)

복수 καταπλησίημεν

(우리는) 채우겠기를 (바라다)

καταπλησίητε

(너희는) 채우겠기를 (바라다)

καταπλησίησαν

(그들은) 채우겠기를 (바라다)

부정사 καταπλήσειν

채울 것

분사 남성여성중성
καταπλησων

καταπλησοντος

καταπλησουσα

καταπλησουσης

καταπλησον

καταπλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλήσομαι

(나는) 채워지겠다

καταπλήσει, καταπλήσῃ

(너는) 채워지겠다

καταπλήσεται

(그는) 채워지겠다

쌍수 καταπλήσεσθον

(너희 둘은) 채워지겠다

καταπλήσεσθον

(그 둘은) 채워지겠다

복수 καταπλησόμεθα

(우리는) 채워지겠다

καταπλήσεσθε

(너희는) 채워지겠다

καταπλήσονται

(그들은) 채워지겠다

기원법단수 καταπλησοίμην

(나는) 채워지겠기를 (바라다)

καταπλήσοιο

(너는) 채워지겠기를 (바라다)

καταπλήσοιτο

(그는) 채워지겠기를 (바라다)

쌍수 καταπλήσοισθον

(너희 둘은) 채워지겠기를 (바라다)

καταπλησοίσθην

(그 둘은) 채워지겠기를 (바라다)

복수 καταπλησοίμεθα

(우리는) 채워지겠기를 (바라다)

καταπλήσοισθε

(너희는) 채워지겠기를 (바라다)

καταπλήσοιντο

(그들은) 채워지겠기를 (바라다)

부정사 καταπλήσεσθαι

채워질 것

분사 남성여성중성
καταπλησομενος

καταπλησομενου

καταπλησομενη

καταπλησομενης

καταπλησομενον

καταπλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπίμπλην

(나는) 채우고 있었다

κατεπίμπλης

(너는) 채우고 있었다

κατεπίμπλην*

(그는) 채우고 있었다

쌍수 κατεπίμπλατον

(너희 둘은) 채우고 있었다

κατεπιμπλάτην

(그 둘은) 채우고 있었다

복수 κατεπίμπλαμεν

(우리는) 채우고 있었다

κατεπίμπλατε

(너희는) 채우고 있었다

κατεπίμπλασαν

(그들은) 채우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπιμπλάμην

(나는) 채워지고 있었다

κατεπιμπλῶ, κατεπίμπλασο

(너는) 채워지고 있었다

κατεπίμπλατο

(그는) 채워지고 있었다

쌍수 κατεπίμπλασθον

(너희 둘은) 채워지고 있었다

κατεπιμπλάσθην

(그 둘은) 채워지고 있었다

복수 κατεπιμπλάμεθα

(우리는) 채워지고 있었다

κατεπίμπλασθε

(너희는) 채워지고 있었다

κατεπίμπλαντο

(그들은) 채워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 채우다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION