헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακλαίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακλαίω κατακλαύσομαι

형태분석: κατα (접두사) + κλαί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 한탄하다, 슬퍼하다, 슬프다
  1. to bewail loudly, lament
  2. to wail aloud

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλαίω

(나는) 한탄한다

κατακλαίεις

(너는) 한탄한다

κατακλαίει

(그는) 한탄한다

쌍수 κατακλαίετον

(너희 둘은) 한탄한다

κατακλαίετον

(그 둘은) 한탄한다

복수 κατακλαίομεν

(우리는) 한탄한다

κατακλαίετε

(너희는) 한탄한다

κατακλαίουσιν*

(그들은) 한탄한다

접속법단수 κατακλαίω

(나는) 한탄하자

κατακλαίῃς

(너는) 한탄하자

κατακλαίῃ

(그는) 한탄하자

쌍수 κατακλαίητον

(너희 둘은) 한탄하자

κατακλαίητον

(그 둘은) 한탄하자

복수 κατακλαίωμεν

(우리는) 한탄하자

κατακλαίητε

(너희는) 한탄하자

κατακλαίωσιν*

(그들은) 한탄하자

기원법단수 κατακλαίοιμι

(나는) 한탄하기를 (바라다)

κατακλαίοις

(너는) 한탄하기를 (바라다)

κατακλαίοι

(그는) 한탄하기를 (바라다)

쌍수 κατακλαίοιτον

(너희 둘은) 한탄하기를 (바라다)

κατακλαιοίτην

(그 둘은) 한탄하기를 (바라다)

복수 κατακλαίοιμεν

(우리는) 한탄하기를 (바라다)

κατακλαίοιτε

(너희는) 한탄하기를 (바라다)

κατακλαίοιεν

(그들은) 한탄하기를 (바라다)

명령법단수 κατακλαίε

(너는) 한탄해라

κατακλαιέτω

(그는) 한탄해라

쌍수 κατακλαίετον

(너희 둘은) 한탄해라

κατακλαιέτων

(그 둘은) 한탄해라

복수 κατακλαίετε

(너희는) 한탄해라

κατακλαιόντων, κατακλαιέτωσαν

(그들은) 한탄해라

부정사 κατακλαίειν

한탄하는 것

분사 남성여성중성
κατακλαιων

κατακλαιοντος

κατακλαιουσα

κατακλαιουσης

κατακλαιον

κατακλαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλαίομαι

(나는) 한탄된다

κατακλαίει, κατακλαίῃ

(너는) 한탄된다

κατακλαίεται

(그는) 한탄된다

쌍수 κατακλαίεσθον

(너희 둘은) 한탄된다

κατακλαίεσθον

(그 둘은) 한탄된다

복수 κατακλαιόμεθα

(우리는) 한탄된다

κατακλαίεσθε

(너희는) 한탄된다

κατακλαίονται

(그들은) 한탄된다

접속법단수 κατακλαίωμαι

(나는) 한탄되자

κατακλαίῃ

(너는) 한탄되자

κατακλαίηται

(그는) 한탄되자

쌍수 κατακλαίησθον

(너희 둘은) 한탄되자

κατακλαίησθον

(그 둘은) 한탄되자

복수 κατακλαιώμεθα

(우리는) 한탄되자

κατακλαίησθε

(너희는) 한탄되자

κατακλαίωνται

(그들은) 한탄되자

기원법단수 κατακλαιοίμην

(나는) 한탄되기를 (바라다)

κατακλαίοιο

(너는) 한탄되기를 (바라다)

κατακλαίοιτο

(그는) 한탄되기를 (바라다)

쌍수 κατακλαίοισθον

(너희 둘은) 한탄되기를 (바라다)

κατακλαιοίσθην

(그 둘은) 한탄되기를 (바라다)

복수 κατακλαιοίμεθα

(우리는) 한탄되기를 (바라다)

κατακλαίοισθε

(너희는) 한탄되기를 (바라다)

κατακλαίοιντο

(그들은) 한탄되기를 (바라다)

명령법단수 κατακλαίου

(너는) 한탄되어라

κατακλαιέσθω

(그는) 한탄되어라

쌍수 κατακλαίεσθον

(너희 둘은) 한탄되어라

κατακλαιέσθων

(그 둘은) 한탄되어라

복수 κατακλαίεσθε

(너희는) 한탄되어라

κατακλαιέσθων, κατακλαιέσθωσαν

(그들은) 한탄되어라

부정사 κατακλαίεσθαι

한탄되는 것

분사 남성여성중성
κατακλαιομενος

κατακλαιομενου

κατακλαιομενη

κατακλαιομενης

κατακλαιομενον

κατακλαιομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακλαύσομαι

(나는) 한탄하겠다

κατακλαύσει, κατακλαύσῃ

(너는) 한탄하겠다

κατακλαύσεται

(그는) 한탄하겠다

쌍수 κατακλαύσεσθον

(너희 둘은) 한탄하겠다

κατακλαύσεσθον

(그 둘은) 한탄하겠다

복수 κατακλαυσόμεθα

(우리는) 한탄하겠다

κατακλαύσεσθε

(너희는) 한탄하겠다

κατακλαύσονται

(그들은) 한탄하겠다

기원법단수 κατακλαυσοίμην

(나는) 한탄하겠기를 (바라다)

κατακλαύσοιο

(너는) 한탄하겠기를 (바라다)

κατακλαύσοιτο

(그는) 한탄하겠기를 (바라다)

쌍수 κατακλαύσοισθον

(너희 둘은) 한탄하겠기를 (바라다)

κατακλαυσοίσθην

(그 둘은) 한탄하겠기를 (바라다)

복수 κατακλαυσοίμεθα

(우리는) 한탄하겠기를 (바라다)

κατακλαύσοισθε

(너희는) 한탄하겠기를 (바라다)

κατακλαύσοιντο

(그들은) 한탄하겠기를 (바라다)

부정사 κατακλαύσεσθαι

한탄할 것

분사 남성여성중성
κατακλαυσομενος

κατακλαυσομενου

κατακλαυσομενη

κατακλαυσομενης

κατακλαυσομενον

κατακλαυσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέκλαιον

(나는) 한탄하고 있었다

κατέκλαιες

(너는) 한탄하고 있었다

κατέκλαιεν*

(그는) 한탄하고 있었다

쌍수 κατεκλαίετον

(너희 둘은) 한탄하고 있었다

κατεκλαιέτην

(그 둘은) 한탄하고 있었다

복수 κατεκλαίομεν

(우리는) 한탄하고 있었다

κατεκλαίετε

(너희는) 한탄하고 있었다

κατέκλαιον

(그들은) 한탄하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκλαιόμην

(나는) 한탄되고 있었다

κατεκλαίου

(너는) 한탄되고 있었다

κατεκλαίετο

(그는) 한탄되고 있었다

쌍수 κατεκλαίεσθον

(너희 둘은) 한탄되고 있었다

κατεκλαιέσθην

(그 둘은) 한탄되고 있었다

복수 κατεκλαιόμεθα

(우리는) 한탄되고 있었다

κατεκλαίεσθε

(너희는) 한탄되고 있었다

κατεκλαίοντο

(그들은) 한탄되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 한탄하다

  2. to wail aloud

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION