헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατοιμώζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατοιμώζω κατοιμώξομαι

형태분석: κατ (접두사) + οἰμώζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 슬퍼하다, 한탄하다, 애도하다
  1. to bewail, lament

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοιμώζω

(나는) 슬퍼한다

κατοιμώζεις

(너는) 슬퍼한다

κατοιμώζει

(그는) 슬퍼한다

쌍수 κατοιμώζετον

(너희 둘은) 슬퍼한다

κατοιμώζετον

(그 둘은) 슬퍼한다

복수 κατοιμώζομεν

(우리는) 슬퍼한다

κατοιμώζετε

(너희는) 슬퍼한다

κατοιμώζουσιν*

(그들은) 슬퍼한다

접속법단수 κατοιμώζω

(나는) 슬퍼하자

κατοιμώζῃς

(너는) 슬퍼하자

κατοιμώζῃ

(그는) 슬퍼하자

쌍수 κατοιμώζητον

(너희 둘은) 슬퍼하자

κατοιμώζητον

(그 둘은) 슬퍼하자

복수 κατοιμώζωμεν

(우리는) 슬퍼하자

κατοιμώζητε

(너희는) 슬퍼하자

κατοιμώζωσιν*

(그들은) 슬퍼하자

기원법단수 κατοιμώζοιμι

(나는) 슬퍼하기를 (바라다)

κατοιμώζοις

(너는) 슬퍼하기를 (바라다)

κατοιμώζοι

(그는) 슬퍼하기를 (바라다)

쌍수 κατοιμώζοιτον

(너희 둘은) 슬퍼하기를 (바라다)

κατοιμωζοίτην

(그 둘은) 슬퍼하기를 (바라다)

복수 κατοιμώζοιμεν

(우리는) 슬퍼하기를 (바라다)

κατοιμώζοιτε

(너희는) 슬퍼하기를 (바라다)

κατοιμώζοιεν

(그들은) 슬퍼하기를 (바라다)

명령법단수 κατοίμωζε

(너는) 슬퍼해라

κατοιμωζέτω

(그는) 슬퍼해라

쌍수 κατοιμώζετον

(너희 둘은) 슬퍼해라

κατοιμωζέτων

(그 둘은) 슬퍼해라

복수 κατοιμώζετε

(너희는) 슬퍼해라

κατοιμωζόντων, κατοιμωζέτωσαν

(그들은) 슬퍼해라

부정사 κατοιμώζειν

슬퍼하는 것

분사 남성여성중성
κατοιμωζων

κατοιμωζοντος

κατοιμωζουσα

κατοιμωζουσης

κατοιμωζον

κατοιμωζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατοιμώζομαι

(나는) 슬퍼된다

κατοιμώζει, κατοιμώζῃ

(너는) 슬퍼된다

κατοιμώζεται

(그는) 슬퍼된다

쌍수 κατοιμώζεσθον

(너희 둘은) 슬퍼된다

κατοιμώζεσθον

(그 둘은) 슬퍼된다

복수 κατοιμωζόμεθα

(우리는) 슬퍼된다

κατοιμώζεσθε

(너희는) 슬퍼된다

κατοιμώζονται

(그들은) 슬퍼된다

접속법단수 κατοιμώζωμαι

(나는) 슬퍼되자

κατοιμώζῃ

(너는) 슬퍼되자

κατοιμώζηται

(그는) 슬퍼되자

쌍수 κατοιμώζησθον

(너희 둘은) 슬퍼되자

κατοιμώζησθον

(그 둘은) 슬퍼되자

복수 κατοιμωζώμεθα

(우리는) 슬퍼되자

κατοιμώζησθε

(너희는) 슬퍼되자

κατοιμώζωνται

(그들은) 슬퍼되자

기원법단수 κατοιμωζοίμην

(나는) 슬퍼되기를 (바라다)

κατοιμώζοιο

(너는) 슬퍼되기를 (바라다)

κατοιμώζοιτο

(그는) 슬퍼되기를 (바라다)

쌍수 κατοιμώζοισθον

(너희 둘은) 슬퍼되기를 (바라다)

κατοιμωζοίσθην

(그 둘은) 슬퍼되기를 (바라다)

복수 κατοιμωζοίμεθα

(우리는) 슬퍼되기를 (바라다)

κατοιμώζοισθε

(너희는) 슬퍼되기를 (바라다)

κατοιμώζοιντο

(그들은) 슬퍼되기를 (바라다)

명령법단수 κατοιμώζου

(너는) 슬퍼되어라

κατοιμωζέσθω

(그는) 슬퍼되어라

쌍수 κατοιμώζεσθον

(너희 둘은) 슬퍼되어라

κατοιμωζέσθων

(그 둘은) 슬퍼되어라

복수 κατοιμώζεσθε

(너희는) 슬퍼되어라

κατοιμωζέσθων, κατοιμωζέσθωσαν

(그들은) 슬퍼되어라

부정사 κατοιμώζεσθαι

슬퍼되는 것

분사 남성여성중성
κατοιμωζομενος

κατοιμωζομενου

κατοιμωζομενη

κατοιμωζομενης

κατοιμωζομενον

κατοιμωζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῷμωζον

(나는) 슬퍼하고 있었다

κατῷμωζες

(너는) 슬퍼하고 있었다

κατῷμωζεν*

(그는) 슬퍼하고 있었다

쌍수 κατῴμωζετον

(너희 둘은) 슬퍼하고 있었다

κατῳμῶζετην

(그 둘은) 슬퍼하고 있었다

복수 κατῴμωζομεν

(우리는) 슬퍼하고 있었다

κατῴμωζετε

(너희는) 슬퍼하고 있었다

κατῷμωζον

(그들은) 슬퍼하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατῳμῶζομην

(나는) 슬퍼되고 있었다

κατῴμωζου

(너는) 슬퍼되고 있었다

κατῴμωζετο

(그는) 슬퍼되고 있었다

쌍수 κατῴμωζεσθον

(너희 둘은) 슬퍼되고 있었다

κατῳμῶζεσθην

(그 둘은) 슬퍼되고 있었다

복수 κατῳμῶζομεθα

(우리는) 슬퍼되고 있었다

κατῴμωζεσθε

(너희는) 슬퍼되고 있었다

κατῴμωζοντο

(그들은) 슬퍼되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἤκουσεν γὰρ αὐτοὺσ ἀνακαλεῖσθαι μὲν συνεχῶσ τὴν μητέρα καὶ κατοιμώζειν ἐπαρωμένουσ αὐτῷ, πολλάκισ δ’ αὐτοῦ διαδιδόντοσ τῶν Μαριάμμησ ἐσθήτων τινὰ ταῖσ μεταγενεστέραισ γυναιξὶν ἀπειλεῖν, ὡσ ἀντὶ τῶν βασιλικῶν ἐν τάχει περιθήσουσιν αὐταῖσ ἐκ τριχῶν πεποιημένασ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 679:2)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 679:2)

유의어

  1. 슬퍼하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION