헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταβλέπω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταβλέπω καταβλέψω

형태분석: κατα (접두사) + βλέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to look down at

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβλέπω

καταβλέπεις

καταβλέπει

쌍수 καταβλέπετον

καταβλέπετον

복수 καταβλέπομεν

καταβλέπετε

καταβλέπουσιν*

접속법단수 καταβλέπω

καταβλέπῃς

καταβλέπῃ

쌍수 καταβλέπητον

καταβλέπητον

복수 καταβλέπωμεν

καταβλέπητε

καταβλέπωσιν*

기원법단수 καταβλέποιμι

καταβλέποις

καταβλέποι

쌍수 καταβλέποιτον

καταβλεποίτην

복수 καταβλέποιμεν

καταβλέποιτε

καταβλέποιεν

명령법단수 καταβλέπε

καταβλεπέτω

쌍수 καταβλέπετον

καταβλεπέτων

복수 καταβλέπετε

καταβλεπόντων, καταβλεπέτωσαν

부정사 καταβλέπειν

분사 남성여성중성
καταβλεπων

καταβλεποντος

καταβλεπουσα

καταβλεπουσης

καταβλεπον

καταβλεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβλέπομαι

καταβλέπει, καταβλέπῃ

καταβλέπεται

쌍수 καταβλέπεσθον

καταβλέπεσθον

복수 καταβλεπόμεθα

καταβλέπεσθε

καταβλέπονται

접속법단수 καταβλέπωμαι

καταβλέπῃ

καταβλέπηται

쌍수 καταβλέπησθον

καταβλέπησθον

복수 καταβλεπώμεθα

καταβλέπησθε

καταβλέπωνται

기원법단수 καταβλεποίμην

καταβλέποιο

καταβλέποιτο

쌍수 καταβλέποισθον

καταβλεποίσθην

복수 καταβλεποίμεθα

καταβλέποισθε

καταβλέποιντο

명령법단수 καταβλέπου

καταβλεπέσθω

쌍수 καταβλέπεσθον

καταβλεπέσθων

복수 καταβλέπεσθε

καταβλεπέσθων, καταβλεπέσθωσαν

부정사 καταβλέπεσθαι

분사 남성여성중성
καταβλεπομενος

καταβλεπομενου

καταβλεπομενη

καταβλεπομενης

καταβλεπομενον

καταβλεπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβλέψω

καταβλέψεις

καταβλέψει

쌍수 καταβλέψετον

καταβλέψετον

복수 καταβλέψομεν

καταβλέψετε

καταβλέψουσιν*

기원법단수 καταβλέψοιμι

καταβλέψοις

καταβλέψοι

쌍수 καταβλέψοιτον

καταβλεψοίτην

복수 καταβλέψοιμεν

καταβλέψοιτε

καταβλέψοιεν

부정사 καταβλέψειν

분사 남성여성중성
καταβλεψων

καταβλεψοντος

καταβλεψουσα

καταβλεψουσης

καταβλεψον

καταβλεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταβλέψομαι

καταβλέψει, καταβλέψῃ

καταβλέψεται

쌍수 καταβλέψεσθον

καταβλέψεσθον

복수 καταβλεψόμεθα

καταβλέψεσθε

καταβλέψονται

기원법단수 καταβλεψοίμην

καταβλέψοιο

καταβλέψοιτο

쌍수 καταβλέψοισθον

καταβλεψοίσθην

복수 καταβλεψοίμεθα

καταβλέψοισθε

καταβλέψοιντο

부정사 καταβλέψεσθαι

분사 남성여성중성
καταβλεψομενος

καταβλεψομενου

καταβλεψομενη

καταβλεψομενης

καταβλεψομενον

καταβλεψομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to look down at

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION