καταβλέπω
비축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καταβλέπω
καταβλέψω
형태분석:
κατα
(접두사)
+
βλέπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ γὰρ οἱ τοῦ ἡλίου τὴν ἄφθονόν γε ταύτην καὶ κατακεχυμένην ἅπασιν ἀκτῖνα παρορῶντεσ, αὐτὸν δὲ τὸν κύκλον ἀναιδῶσ καταβλέπειν καὶ διαστέλλειν τὸ φῶσ εἴσω βιαζόμενοι καὶ τολμῶντεσ ἀποτυφλοῦνται. (Plutarch, De curiositate, section 43)
(플루타르코스, De curiositate, section 43)
- καὶ γὰρ οἱ τοῦ ἡλίου τὴν ἄφθονόν γε ταύτην καὶ κατακεχυμένην ἅπασιν ἀκτῖνα παρορῶντεσ, αὐτὸν δὲ τὸν κύκλον ἀναιδῶσ καταβλέπειν καὶ διαστέλλειν τὸ φῶσ εἴσω βιαζόμενοι καὶ τολμῶντεσ, ἀποτυφλοῦνται. (Plutarch, De curiositate, section 4 3:1)
(플루타르코스, De curiositate, section 4 3:1)
- "γιγνώσκομεν γὰρ ἀνθρώπουσ τῷ καταβλέπειν τὰ παιδία μάλιστα βλάπτοντασ, ὑγρότητι τῆσ ἕξεωσ καὶ ἀσθενείᾳ τρεπομένησ ὑπ’ αὐτῶν καὶ κινουμένησ ἐπὶ τὸ χεῖρον, ἧττον δὲ τῶν στερεῶν καὶ πεπηγότων ἤδη τοῦτο πασχόντων. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 3:3)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 3:3)
- οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ καταβλέπειν εἰκόσ ἐστιν αὐτοὺσ τὰ οἰκεῖα καὶ ποθούμενα μᾶλλον· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 5, 11:10)
(플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 5, 11:10)
유의어
-
to look down at
- καθοράω (내려다보다)
- κατεῖδον (내려다보다)
- ἐκκατεῖδον (to look down from)
- καταδέρκομαι (얕보다, 우습게 보다)
- καθοράω (얕보다, 우습게 보다)
- ὑπεροράω (간과하다, 살피다, 조사하다)
- εἰσανεῖδον (to look up to)
- σκοπέω (찾다, 구하다)
- προσλεύσσω (to look on or at)
- λεύσσω (바라보다, 보다, 응시하다)
- ἀναδέρκομαι (to look up)
- ἀναβλέπω (올려다 보다, 쳐다보다)
- ἀνοράω (to look up)
- βλέπω (바라보다)
- εἶδον (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- ἐπιτηρέω (찾다, 감시하다)
- εἶδον (바라보다, 보다, 응시하다)
- ὑπερφρονέω (경멸하다, 깔보다, 얕보다)
- ἐπικαταβαίνω (to go down to)
- καταφρονέω (to look down on, think slightly of)
파생어
- ἀναβλέπω (찾아보다, 올려다 보다, 쳐다보다)
- ἀποβλέπω (뒤돌아 보다, 둘러보다)
- βλέπω (바라보다, 보다, 의식하다)
- διαβλέπω (to look straight before one)
- εἰσβλέπω (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- ἐμβλέπω (바라보다, 보다, 쳐다보다)
- ἐπιβλέπω (관찰하다, 살피다, 알아차리다)
- παραβλέπω (to look aside, take a side look, to look suspiciously)
- περιβλέπω ( , , )
- προβλέπω (예견하다, 식별하다)
- προσβλέπω (여기다, 존경하다)
- προσεμβλέπω (to look into besides)
- ὑποβλέπω (던지다, 안으로 던지다, ~주변을 돌아다니다)