Ancient Greek-English Dictionary Language

καρτερικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καρτερικός καρτερική καρτερικόν

Structure: καρτερικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: kartero/s

Sense

  1. capable of endurance, patient

Examples

  • τούτων δ’ ὁ μὲν περὶ ἡδονὰσ ἀκρατὴσ ὃ δ’ ἐγκρατήσ, ὁ δὲ περὶ λύπασ μαλακὸσ ὃ δὲ καρτερικόσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 88:1)
  • ἀντίκειται δὲ τῷ μὲν ἀκρατεῖ ὁ ἐγκρατήσ, τῷ δὲ μαλακῷ ὁ καρτερικόσ· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 92:4)
  • καρτερικόσ γ’ εἶ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, B, Kef. e'. SWKRATHS 11:3)
  • ὡσ δ’ Ἱππόβοτόσ φησι καὶ Σωτίων, διήκουσαν αὐτοῦ Διοσκουρίδησ Κύπριοσ καὶ Νικόλοχοσ Ῥόδιοσ καὶ Εὐφράνωρ Σελευκεὺσ Πραΰλουσ τ’ ἀπὸ Τρωάδοσ, ὃσ οὕτω καρτερικὸσ ἐγένετο, καθά φησι Φύλαρχοσ ἱστορῶν, ὥστ’ ἀδίκωσ ὑπομεῖναι ὡσ ἐπὶ προδοσίᾳ κολασθῆναι, μηδὲ λόγου τοὺσ πολίτασ καταξιώσασ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, Q, Kef. ib'. TIMWN 7:4)

Synonyms

  1. capable of endurance

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION