헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καρτερέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καρτερέω

형태분석: καρτερέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kartero/s

  1. to be steadfast, patient, staunch, to hold up against, to persevere in, obdurate or obstinate
  2. to bear patiently, time for patience is over

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρτέρω

καρτέρεις

καρτέρει

쌍수 καρτέρειτον

καρτέρειτον

복수 καρτέρουμεν

καρτέρειτε

καρτέρουσιν*

접속법단수 καρτέρω

καρτέρῃς

καρτέρῃ

쌍수 καρτέρητον

καρτέρητον

복수 καρτέρωμεν

καρτέρητε

καρτέρωσιν*

기원법단수 καρτέροιμι

καρτέροις

καρτέροι

쌍수 καρτέροιτον

καρτεροίτην

복수 καρτέροιμεν

καρτέροιτε

καρτέροιεν

명령법단수 καρτε͂ρει

καρτερεῖτω

쌍수 καρτέρειτον

καρτερεῖτων

복수 καρτέρειτε

καρτεροῦντων, καρτερεῖτωσαν

부정사 καρτέρειν

분사 남성여성중성
καρτερων

καρτερουντος

καρτερουσα

καρτερουσης

καρτερουν

καρτερουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καρτέρουμαι

καρτέρει, καρτέρῃ

καρτέρειται

쌍수 καρτέρεισθον

καρτέρεισθον

복수 καρτεροῦμεθα

καρτέρεισθε

καρτέρουνται

접속법단수 καρτέρωμαι

καρτέρῃ

καρτέρηται

쌍수 καρτέρησθον

καρτέρησθον

복수 καρτερώμεθα

καρτέρησθε

καρτέρωνται

기원법단수 καρτεροίμην

καρτέροιο

καρτέροιτο

쌍수 καρτέροισθον

καρτεροίσθην

복수 καρτεροίμεθα

καρτέροισθε

καρτέροιντο

명령법단수 καρτέρου

καρτερεῖσθω

쌍수 καρτέρεισθον

καρτερεῖσθων

복수 καρτέρεισθε

καρτερεῖσθων, καρτερεῖσθωσαν

부정사 καρτέρεισθαι

분사 남성여성중성
καρτερουμενος

καρτερουμενου

καρτερουμενη

καρτερουμενης

καρτερουμενον

καρτερουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δεινὸν γάρ τἂν εἰή, ὦ Κῦρε, εἰ ἐν θήρᾳ μὲν πολλάκισ ἄσιτοι καρτεροῦμεν, ὅπωσ θηρίον τι ὑποχείριον ποιησώμεθα καὶ μάλα μικροῦ ἴσωσ ἄξιον· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 52:2)

    (크세노폰, Cyropaedia, , chapter 2 52:2)

  • ἐγκαταλείπομεν δὲ καὶ πατέρασ [καὶ μητέρασ] καὶ τὴν θρεψαμένην γῆν, καὶ τῶν φιλτάτων πολλάκισ λήθην ἔχομεν διὰ τὰσ γυναῖκασ, καὶ τὰσ ψυχὰσ ἀφιέναι μετ’ αὐτῶν καρτεροῦμεν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 11 65:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 11 65:1)

유의어

  1. to bear patiently

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION