Ancient Greek-English Dictionary Language

κάπρος

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: κάπρος κάπρου

Structure: καπρ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. a boar, a wild boar
  2. a sow

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οἱο͂σ δ’ ἐν βήσσῃσ ὄρεοσ χαλεπὸσ προϊδέσθαι κάπροσ χαυλιόδων φρονέει θυμῷ μαχέσασθαι ἀνδράσι θηρευτῇσ, θήγει δέ τε λευκὸν ὀδόντα δοχμωθείσ, ἀφρὸσ δὲ περὶ στόμα μαστιχόωντι λείβεται, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐίκτον, ὀρθὰσ δ’ ἐν λοφιῇ φρίσσει τρίχασ ἀμφί τε δειρήν· (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 36:1)
  • τῶν χερσαίων δ’ ὑμῖν ἥξει παρ’ ἐμοῦ ταυτί βοῦσ ἀγελαῖοσ, τράγοσ ὑλιβάτησ, αἲξ οὐρανία, κριὸσ τομίασ, κάπροσ ἐκτομίασ, ὗσ οὐ τομίασ δέλφαξ, δασύπουσ, ἔριφοι, τυρὸσ χλωρόσ, τυρὸσ ξηρόσ, τυρὸσ κοπτόσ, τυρὸσ ξυστόσ, τυρὸσ τμητόσ, τυρὸσ πηκτόσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)
  • κάπροσ καὶ κρέμυσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 721)
  • καὶ τὰ μὲν λιθοκέφαλα ὡσ κρέμυσ, τὰ δὲ σκληρότατα, τραχύδερμα ὡσ κάπροσ, καὶ τὰ μὲν δίραβδα ὥσπερ σεσερῖνοσ, τὰ δὲ πολύραβδα καὶ ἐρυθρόγραμμα ὡσ σάλπη. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 723)
  • κάπροσ δ’ Ἡράκλειοσ ἀπορρήξασ ἀπὸ δεσμῶν, ἐσ νηδὺν κριοῦ πᾶσαν ἔβαψε γένυν ζωὴν νηπιάχῳ δ’ ἐχαρίσσατο. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2402)

Synonyms

  1. a boar

  2. a sow

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION