γοητής
First declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
γοητής
Structure:
γοητ
(Stem)
+
ης
(Ending)
Sense
- a wailer, of lamentation
Declension
First declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ^ γόητά φασι καὶ τερατουργὸν ἄνθρωπον, ὦ ἀλεκτρυών. (Lucian, Gallus, (no name) 4:6)
- πλὴν ὅ γε Ἀλέξανδροσ οὐκ ἐπίστευσεν, ἀλλὰ γόητα ᾤετο εἶναι τὸν ἔμπορον. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 5:10)
- ἐν ἀρχῇ δὲ καὶ ἐν θύραισ καὶ ἐπὶ τῇ πρώτῃ ἐξόδῳ καὶ ἑώθεν τοῦ ἅπαντοσ ἔτουσ εἴ τισ ἴδοι κίναιδον καὶ ἀπόρρητα ποιοῦντα καὶ πάσχοντα, ἐπίσημον ἐπὶ τούτῳ καὶ ἀπερρωγότα καὶ μονονουχὶ τοὔνομα τῶν ἔργων αὐτῶν ὀνομαζόμενον, ἀπατεῶνα, γόητα, ἐπίορκον, ὄλεθρον, κύφωνα, βάραθρον, μὴ φύγῃ μηδ’ εἰκάσῃ τοῦτον ἀποφράδι ἡμέρᾳ ; (Lucian, Pseudologista, (no name) 14:3)
- φησὶ γὰρ τὸ λόγιον οὑτωσὶ διαρρήδην γόητα μὲν εἶναι τοῦτον, ὑμᾶσ δὲ ὄνουσ κανθηλίουσ νὴ Δία καὶ ἡμιόνουσ, τοὺσ πιστεύοντασ αὐτῷ, οὐδ’ ὅσον αἱ ἀκρίδεσ τὸν νοῦν ἔχοντασ. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 31:11)
- ἀλλ’ ἐπὰν δὴ τὸν γόητα Θεόδοτον ἢ τὸν παραμασύντην ἴδω τὸν ἀνόσιον βαυκιζόμενον τὰ λευκὰ τ’ ἀναβάλλονθ’ ἅμα, ἥδιστ’ ἂν ἀναπήξαιμ’ ἐπὶ τοῦ ξύλου λαβών. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 125)