Ancient Greek-English Dictionary Language

γογγύλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: γογγύλος γογγύλη γογγύλον

Structure: γογγυλ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: = stroggu/los

Sense

  1. round

Examples

  • οὐκ ἀγνοῶν δὲ καὶ περὶ Δηλίων ἃ Ἀπολλόδωροσ ὁ Ἀθηναῖοσ εἴρηκεν ὅτι μαγείρων καὶ τραπεζοποιῶν παρείχοντο χρείασ τοῖσ παραγινομένοισ πρὸσ τὰσ ἱερουργίασ, καὶ ὅτι ἦν αὐτοῖσ ἀπὸ τῶν πράξεων ὀνόματα Μαγίδεσ καὶ Γογγύλοι, ἐπειδὴ τὰσ μάζασ, φησὶν Ἀριστοφάνησ,2 ἐν ταῖσ θοίναισ δι’ ἡμέρασ τρίβοντεσ παρεῖχον ὥσπερ γυναιξὶ γογγύλασ μεμαγμένασ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 731)

Synonyms

  1. round

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION