- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐχάριστος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: eucharistos 고전 발음: [카리] 신약 발음: [카리]

기본형: εὐχάριστος εὐχάριστος εὐχάριστον

형태분석: εὐχαριστ (어간) + ος (어미)

  1. 즐거운, 유쾌한, 반가운
  2. 민중의, 대중적인, 국민의
  3. 고마운, 감사한, 감사하는
  1. pleasant, agreeable
  2. well-favoured, popular
  3. grateful, thankful

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐχάριστος

즐거운 (이)가

εὐχάριστον

즐거운 (것)가

속격 εὐχαρίστου

즐거운 (이)의

εὐχαρίστου

즐거운 (것)의

여격 εὐχαρίστῳ

즐거운 (이)에게

εὐχαρίστῳ

즐거운 (것)에게

대격 εὐχάριστον

즐거운 (이)를

εὐχάριστον

즐거운 (것)를

호격 εὐχάριστε

즐거운 (이)야

εὐχάριστον

즐거운 (것)야

쌍수주/대/호 εὐχαρίστω

즐거운 (이)들이

εὐχαρίστω

즐거운 (것)들이

속/여 εὐχαρίστοιν

즐거운 (이)들의

εὐχαρίστοιν

즐거운 (것)들의

복수주격 εὐχάριστοι

즐거운 (이)들이

εὐχάριστα

즐거운 (것)들이

속격 εὐχαρίστων

즐거운 (이)들의

εὐχαρίστων

즐거운 (것)들의

여격 εὐχαρίστοις

즐거운 (이)들에게

εὐχαρίστοις

즐거운 (것)들에게

대격 εὐχαρίστους

즐거운 (이)들을

εὐχάριστα

즐거운 (것)들을

호격 εὐχάριστοι

즐거운 (이)들아

εὐχάριστα

즐거운 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γυνὴ εὐχάριστος ἐγείρει ἀνδρὶ δόξαν, θρόνος δὲ ἀτιμίας γυνὴ μισοῦσα δίκαια. πλούτου ὀκνηροὶ ἐνδεεῖς γίνονται, οἱ δὲ ἀνδρεῖοι ἐρείδονται πλούτῳ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 11:15)

    (70인역 성경, 잠언 11:15)

  • Νικόφημος, Καλλιμήδης, Εὐχάριστος, Κηφισόδοτος, Ἀγαθοκλῆς, Ἐλπίνης, Καλλίστρατος, Διότιμος, Θούδημος, Ἀριστόδημος, Θέελλος, Ἀπολλόδωρος, Καλλίμαχος, Θεόφιλος, Θεμιστοκλῆς, Ἀρχίας, Εὔβουλος, Λυκίσκος, Πυθόδοτος, Σωσιγένης, Νικόμαχος, Θεόφραστος, Λυσιμαχίδης, Χαιρωνίδας, Φρύνιχος, Πυθόδημος: (Dionysius of Halicarnassus, De Dinarcho, chapter 9 1:2)

    (디오니시오스, De Dinarcho, chapter 9 1:2)

  • καὶ τὸ κοινωνικὸν καὶ τὸ εὐχάριστον, ὧν οὐδεμίαν εἶναι δεῖ τελευτὴν οὐδὲ πέρας. (Plutarch, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 16 12:1)

    (플루타르코스, An seni respublica gerenda sit, chapter, section 16 12:1)

  • τίς ἂν οὖν τῶν ἐκγόνων ἐκείνων τῶν ὑπὲρ τοῦ τοιούτου τεθνηκότων οὐκ ἂν κατ ἀξίαν δόξειεν τὴν ἐπὶ τῇ στερήσει τοῦ πατρὸς λύπην τῇ τοῦ πατρὸς εὐχαρίστῳ μνήμῃ διορθουμένην· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 16 2:1)

  • ὁ δὲ καὶ τούτοις ἔχαιρεν, ὅτι πολλῶν παρεσκευασμένων καὶ λαμπρῶν τὸ ἥδιστον αὐτὸς ἦν ἀπόλαυσμα καὶ θέαμα τοῖς παροῦσι, καὶ πρὸς τοὺς θαυμάζοντας τὴν ἐπιμέλειαν ἔλεγε τῆς αὐτῆς εἶναι ψυχῆς παρατάξεώς τε προστῆναι καλῶς καὶ συμποσίου, τῆς μὲν, ὅπως φοβερωτάτη τοῖς πολεμίοις, τοῦ δ, ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τοῖς συνοῦσιν. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 28 5:1)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 28 5:1)

  • μουσικῆς λόγων πεποίημαι, ἐπεὶ φθάσας σὺ τὴν μουσικὴν δύναμιν διὰ τούτων προαπέφηνας ἡμῖν τῷ γὰρ ὄντι τὸ πρῶτον αὐτῆς καὶ κάλλιστον ἔργον ἡ εἰς τοὺς θεοὺς εὐχάριστός ἐστιν ἀμοιβή: (Pseudo-Plutarch, De musica, section 42 4:2)

    (위 플루타르코스, De musica, section 42 4:2)

  • ἔξελθε, ἀπαλλάγηθι ὡς εὐχάριστος, ὡς αἰδήμων: (Epictetus, Works, book 4, 106:6)

    (에픽테토스, Works, book 4, 106:6)

유의어

  1. 즐거운

  2. 민중의

  3. 고마운

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION