Ancient Greek-English Dictionary Language

εὔστομος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὔστομος εὔστομον

Structure: εὐστομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sto/ma

Sense

  1. with mouth of good size
  2. speaking well, eloquent, making eloquent
  3. avoiding words of ill omen, a religious silence, peace, be still!

Examples

  • ποτήρια δὲ ἔκειτο παντοῖα ἐπὶ τῆσ δελφίδοσ ^ τραπέζησ, ὁ κρυψιμέτωποσ καὶ τρυήλησ ^ Μεντορουργὴσ εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον καὶ βομβυλιὸσ καὶ δειροκύπελλον καὶ γηγενῆ πολλὰ οἱᾶ Θηρικλῆσ ὤπτα, εὐρυχαδῆ τε καὶ ἄλλα εὔστομα, τὰ μὲν Φωκαῆθεν, τὰ δὲ Κνιδόθεν, πάντα μέντοι ἀνεμοφόρητα καὶ ὑμενόστρακα. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 7:1)
  • καὶ ὁ μείζων προσέοικε τῷ χελιδονίᾳ κατὰ τὴν σκληρότητα, τὰ δὲ ὑπογάστρια αὐτοῦ καὶ ἡ κλεὶσ εὔστομα καὶ ἁπαλά, οἱ δὲ κοσταὶ λεγόμενοι ταριχευθέντεσ εἰσὶ μέσοι, ξανθίασ δ’ ἐπὶ ποσὸν βρωμώδησ ἐστὶν καὶ ἁπαλώτεροσ τοῦ ὀρκύνου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 53 5:1)
  • "καρῖδεσ, καρκίνοι, κάραβοι, ἀστακοὶ εὔστομα καὶ διουρητικά" κολύβδαιναν δ’ εἴρηκεν Ἐπίχαρμοσ ἐν τοῖσ προεκκειμένοισ, ὡσ μὲν Νίκανδρόσ φησι, τὸ θαλάσσιον αἰδοῖον, ὡσ δ’ ὁ Ἡρακλείδησ ἐν Ὀψαρτυτικῷ, τὴν καρῖδα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 657)
  • "περὶ μὲν οὖν τῶν μυστικῶν, ἐν οἷσ τὰσ μεγίστασ ἐμφάσεισ καὶ διαφάσεισ λαβεῖν ἔστι τῆσ περὶ δαιμόνων ἀληθείασ, εὔστομά μοι κείσθω καθ’ Ἡρόδοτον· (Plutarch, De defectu oraculorum, section 141)
  • εὔστομα κείσθω̄ρδθυο; (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 2, 13:2)

Synonyms

  1. with mouth of good size

  2. speaking well

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION