Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐπρόσδεκτος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐπρόσδεκτος εὐπρόσδεκτον

Structure: εὐπροσδεκτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prosde/xomai

Sense

  1. acceptable.

Examples

  • ἐκ ῥυπαροῦ μετεράσαντεσ, ὅπωσ εὐπρόσδεκτοσ γένηται τοῖσ πολλοῖσ. (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 4 25:1)
  • εἰσ τὸ εἶναί με λειτουργὸν Χριστοῦ Ιἠσοῦ εἰσ τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ, ἵνα γένηται ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν εὐπρόσδεκτοσ, ἡγιασμένη ἐν πνεύματι ἁγίῳ. (PROS RWMAIOUS, chapter 11 126:1)
  • ἰδοὺ νῦν καιρὸσ εὐπρόσδεκτοσ, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίασ· (PROS KORINQIOUS B, chapter 1 114:1)
  • εἰ γὰρ ἡ προθυμία πρόκειται, καθὸ ἐὰν ἔχῃ εὐπρόσδεκτοσ, οὐ καθὸ οὐκ ἔχει. (PROS KORINQIOUS B, chapter 7 31:1)

Synonyms

  1. acceptable

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION