Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐμενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐμενής εὐμενές

Structure: εὐμενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: me/nos

Sense

  1. well-disposed, favourable, gracious, kindly
  2. favourable, kindly, bounteous, easy

Examples

  • ἀλλὰ τοῦ λόγου προσδοὺσ ἔχοιμ’ ἂν δῆμον εὐμενέστερον. (Euripides, Suppliants, episode, iambic 1:11)
  • εὐμενέστερον γὰρ ἂν τῷ φιλτάτῳ μοι Μενέλεῳ τὰ πρόσφορα δρῴησ ἄν, ἡμῶν τυγχάνων οἱών σε χρή. (Euripides, Helen, episode 4:50)
  • ὥσπερ γὰρ οἱ χαρίεντεσ γεωργοὶ τὰ ῥόδα καὶ τὰ ἰά βελτίω ποιεῖν νομίζουσι σκόροδα καὶ κρόμμυα παραφυτεύοντεσ ἀποκρίνεται γὰρ εἰσ ἐκεῖνα πᾶν ὅσον ἔνεστι τῇ τροφῇ δριμὺ καὶ δυσῶδεσ, οὕτω καὶ ὁ ἐχθρὸσ ἀναλαμβάνων καὶ περιέπων τὸ κακόηθεσ καὶ βάσκανον, εὐμενέστερον παρέξει σε τοῖσ φίλοισ εὖ πράττουσι καὶ ἀλυπότερον. (Plutarch, De capienda ex inimicis utilitate, chapter, section 10 7:1)
  • "ἔτι δ’ εὐμενέστερον καὶ ἀκινδυνότερον πεπαίνει τὴν τροφήν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 72 1:3)
  • τί γὰρ ξένου ξένοισίν ἐστιν εὐμενέστερον; (Aeschylus, Libation Bearers, episode 1:5)

Synonyms

  1. well-disposed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION