Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐμενής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐμενής εὐμενές

Structure: εὐμενη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: me/nos

Sense

  1. well-disposed, favourable, gracious, kindly
  2. favourable, kindly, bounteous, easy

Examples

  • εὐχαρηστήσαντεσ αὐτοῖσ καὶ προσπαρακαλέσαντεσ καὶ εἰσ τὰ λοιπὰ πρὸσ τὸ γένοσ εὐμενεῖσ εἶναι, παρεγένοντο εἰσ Ἱεροσόλυμα τῆσ τῶν ἑβδομάδων ἑορτῆσ οὔσησ ὑπογύου. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:31)
  • προσῆλθεν ἐπὶ τὸ βῆμα Λυσίασ, ἐπελογήσατο ἐνδεχομένωσ, συνέπεισε, κατεπράϋνε, εὐμενεῖσ ἐποίησεν, ἀνέζευξεν εἰσ Ἀντιόχειαν. οὕτω τὰ τοῦ βασιλέωσ τῆσ ἐφόδου καὶ τῆσ ἀναζυγῆσ ἐχώρησε. (Septuagint, Liber Maccabees II 13:26)
  • "δαίμονεσ μητρῷοι καὶ πατρῷοι, δέξασθέ με εὐμενεῖσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 16:5)
  • δεινόν γε, θνητοῖσ ὡσ ἅπαντα συμπίτνει, καὶ τὰσ ἀνάγκασ οἱ νόμοι διώρισαν, φίλουσ τιθέντεσ τούσ γε πολεμιωτάτουσ ἐχθρούσ τε τοὺσ πρὶν εὐμενεῖσ ποιούμενοι. (Euripides, Hecuba, episode, iambics 5:13)
  • ἡμῖν ἂν εἰε͂ν, εἰ κρατοῖμεν, εὐμενεῖσ; (Euripides, episode, lyric 1:41)

Synonyms

  1. well-disposed

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION