Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐρωτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐρωτικός ἐρωτική ἐρωτικόν

Structure: ἐρωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rws

Sense

  1. related to love
  2. (of persons) amorous

Examples

  • γενόμενοι δ’ ὁμοίωσ ἐρωτικοί, ποτικοί, στρατιωτικοί, μεγαλόδωροι, πολυτελεῖσ, ὑβρισταί, καὶ τὰσ κατὰ τύχην ὁμοιότητασ ἀκολούθουσ ἔσχον. (Plutarch, Demetrius, chapter 1 7:2)
  • εἰσὶ δ’ αὐτῷ καί τέχναι ῥητορικαὶ πεποιημέναι καὶ δημηγορίαι, Ἐπιστολαί τε καὶ ἐγκώμια, καὶ ἐπιτάφιοι καὶ Ἐρωτικοὶ καὶ Σωκράτουσ Ἀπολογία ἐστοχασμένη τῶν δικαστῶν. (Plutarch, Vitae decem oratorum, , section 1 16:2)
  • καὶ ἐρωτικοὶ δ’ οἱ νέοι· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 8 27:2)
  • οἱ μὲν οὖν ἐγκύμονεσ, ἔφη, κατὰ τὰ σώματα ὄντεσ πρὸσ τὰσ γυναῖκασ μᾶλλον τρέπονται καὶ ταύτῃ ἐρωτικοί εἰσιν, διὰ παιδογονίασ ἀθανασίαν καὶ μνήμην καὶ εὐδαιμονίαν, ὡσ οἰόνται, αὑτοῖσ εἰσ τὸν ἔπειτα χρόνον πάντα ποριζόμενοι· (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 409:2)

Synonyms

  1. related to love

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION