Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐρωτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐρωτικός ἐρωτική ἐρωτικόν

Structure: ἐρωτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rws

Sense

  1. related to love
  2. (of persons) amorous

Examples

  • ἔπρεπεν δὲ ἤδη σοι καὶ γεγαμηκέναι, μὴ μέντοι ἀγροῖκόν τινα καὶ χωρῖτιν, οἱαῖ κατὰ τὴν Ἴδην αἱ γυναῖκεσ, ἀλλά τινα ἐκ τῆσ Ἑλλάδοσ, ἢ Ἀργόθεν ἢ ἐκ Κορίνθου ἢ Λάκαιναν οἱάπερ ἢ Ἑλένη ἐστίν, νέα τε καὶ καλὴ καὶ κατ’ οὐδὲν ἐλάττων ἐμοῦ, καὶ τὸ δὴ μέγιστον, ἐρωτική. (Lucian, Dearum judicium, (no name) 13:6)
  • μετὰ δὲ τοῦτο θεόσ ἐστιν εὔμορφοσ καὶ μειράκιον ὡραῖον, ἐρωτική τισ παιδιά· (Lucian, De Domo, (no name) 24:1)
  • ἡ δὲ παρὰ τοῦ δήμου εὔνοια πάνυ ἐρωτικὴ πρὸσ αὐτούσ, καὶ τουτὶ γίγνεται, ὅ τι ἂν οὗτοι ἐθέλωσιν· (Lucian, Scytha 21:3)
  • δευτέρα δὲ ἦν κρίσισ ἐρωτική, Θησέωσ καὶ Μενελάου περὶ τῆσ Ἑλένησ διαγωνιζομένων, ποτέρῳ χρὴ αὐτὴν συνοικεῖν. (Lucian, Verae Historiae, book 2 8:1)
  • φαίνεται μέντοι μᾶλλον ἐρωτική τισ ἡ τοῦ Περικλέουσ ἀγάπησισ γενομένη πρὸσ Ἀσπασίαν. (Plutarch, , chapter 24 5:1)

Synonyms

  1. related to love

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION