Ancient Greek-English Dictionary Language

ἔρευνα

Noun; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἔρευνα

Etym.: e)/romai

Sense

  1. an inquiry, a search
  2. (medicine) an exploratory operation

Examples

  • φῶσ Κυρίου πνοὴ ἀνθρώπων, ὃσ ἐρευνᾷ ταμιεῖα κοιλίασ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 20:21)
  • τοῖσ δὲ κραταιοῖσ ἰσχυρὰ ἐφίσταται ἔρευνα. (Septuagint, Liber Sapientiae 6:8)
  • εὐθὺσ δ’ ἐρευνᾷ γραῖαν ὠλένην λαβών, ἐπ’ αὐτοφώρῳ πρέσβυν ὡσ ἔχονθ’ ἕλοι. (Euripides, Ion, episode 6:9)
  • ἐοίκε γάρ ἥ τε μοιχεία πολυπραγμοσύνη τισ ἀλλοτρίασ ἡδονῆσ εἶναι καὶ ζήτησισ καὶ ἔρευνα τῶν φυλαττομένων καὶ λανθανόντων τοὺσ πολλούσ· (Plutarch, De curiositate, section 8 1:9)
  • ἐοίκε γάρ ἥ τε μοιχεία πολυπραγμοσύνη τισ ἀλλοτρίασ ἡδονῆσ εἶναι καὶ ζήτησισ καὶ ἔρευνα τῶν φυλαττομένων καὶ λανθανόντων τοὺσ πολλούσ· (Plutarch, De curiositate, section 8 4:1)

Synonyms

  1. an inquiry

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION