Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐράσμιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐράσμιος ἐράσμιος ἐράσμιον

Structure: ἐρασμι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. lovely, pleasant
  2. beloved, desired

Examples

  • ὁρᾷσ ὅσων ἀγαθῶν ὁ χρυσὸσ αἴτιοσ, εἴ γε καὶ μεταποιεῖ τοὺσ ἀμορφοτέρουσ καὶ ἐρασμίουσ ἀπεργάζεται ὥσπερ ὁ ποιητικὸσ ἐκεῖνοσ κεστόσ. (Lucian, Gallus, (no name) 14:15)
  • εἴ τινα οἶσθα, Βακχί, γραῦν, οἱαῖ πολλαὶ Θετταλαὶ λέγονται ἐπᾴδουσαι καὶ ἐρασμίουσ ποιοῦσαι, εἰ καὶ πάνυ μισουμένη γυνὴ τυγχάνοι, οὕτωσ ὄναιο, παραλαβοῦσα ἧκέ μοι· (Lucian, Dialogi meretricii, 1:1)

Synonyms

  1. lovely

  2. beloved

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION