ἐραννός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐραννός
ἐραννή
ἐραννόν
Structure:
ἐρανν
(Stem)
+
ος
(Ending)
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Κουρῆτέσ τ’ ἐμάχοντο καὶ Αἰτωλοὶ μενεχάρμαι ἀμφὶ πόλιν Καλυδῶνα καὶ ἀλλήλουσ ἐνάριζον, Αἰτωλοὶ μὲν ἀμυνόμενοι Καλυδῶνοσ ἐραννῆσ, Κουρῆτεσ δὲ διαπραθέειν μεμαῶτεσ Ἄρηϊ. (Homer, Iliad, Book 9 27:21)
- ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνοσ ἐραννῆσ, ἔνθά μιν ἤνωγον τέμενοσ περικαλλὲσ ἑλέσθαι πεντηκοντόγυον, τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο, ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι. (Homer, Iliad, Book 9 28:14)
- τί δῆτ’ ἂν, εἰ ἡμῖν ἐδεδώκεισ ἐξελὼν ὁππόθι πιότατον πεδίον Καλυδῶνοσ ἐραννῆσ ἢ περὶ οὗ Χαλκιδεῖσ ποτὲ καὶ Ἐρετριεῖσ διέστησαν, ἢ τὸ μέσον Κορίνθου καὶ Σικυῶνοσ, ὁ χρησμὸσ ἔφη, ὅτε ἁπλῶσ οὑτωσὶ φιλίασ ἕνεκα αὐτῆσ παρών τε καὶ ἀπολαύων τῶν καλλίστων, οἷ’ ἂν τὰ ἡμέτερα εἰή κάλλιστα, εἰ μὴ ἄρα σοι καὶ τοῦτο προσίσταται, σὺ δὲ οὐδὲ τοσοῦτον ἡμῖν ἐν μισθοῦ μέρει κατέθου, ὅσον εἰ καί τι παρεληρήσαμεν τοῦτο συγγνῶναι; (Aristides, Aelius, Orationes, 2:18)
Synonyms
-
lovely
- φίλαυτος (loving oneself)
- ἀνέραστος (not loved)
- ἀνέραστος (not loving)
- πανεπήρατος (all-lovely)
- πανίμερος (all-lovely)
- εὐφιλής (well-loved)
- εὐφιλής (loving well)
- ἱμερτός (longed for, lovely)
- πολυέραστος (much-loved)
- μεγήρατος (passing lovely)
- φίλοπλος (loving arms)
- φίλανδρος (loving men)
- φιλοσώματος (loving the body)
- φιλεύιος (loving the cry of)
- χρυσόφιλος (gold-loving)
- ἐρασιχρήματος (loving money)
- καλός (beautiful, lovely)
- κοινοφιλής (loving in common)
- φιλόπολις (loving the city)
- ἔρος (love, desire)
- ἀγαπητέος (to be loved, desired)
- φιλόγαιος (loving the earth)
- ἐρωτογράφος (for writing of love)
- γυναικοφίλης (woman-loving)
- φιλόδουπος (loving noise)
- φιλόκροτος (loving noise)
- ἀξιοφίλητος (worth loving)
- ἐρωτικός (related to love)
- ἐπαφρόδιτος (lovely, charming)
- ἐπήρατος (lovely, charming)
- ἐρατός (lovely, charming)
- ἐρόεις (lovely, charming)
- φιλήρετμος (loving the oar)
- φιλοκύνηγος (loving the chase)
- ἀξιέραστος (worthy of love)
- φιλάμπελος (loving the vine)
- φιλόμαστος (loving the breast)
- λυσίποθος (delivering from love)
- φιλοσκόπελος (loving rocks)
- δύσερως (sick in love with)
- φιλολήιος (loving booty)
- φιλόξενος (Loving strangers)
- φιλορρώξ (loving grapes)
- φιλόδοξος (fame loving)
- φιλαλήθης (loving truth)
- φιλόμβριος (rain-loving)
- φιλογράμματος (loving books)
- φίλος (: loving, friendly)
- φιλοκυδής (loving glory)
- φιλοκρόταλος (loving rattles)
- ποθόβλητος (love-stricken)
- φιλόκοσμος (loving ornament)
- φιλοποίμνιος (loving the flock)
- μουσοφιλής (loving the Muses)
- ἀγαπήνωρ (loving manliness, manly)
- ἐρωτοπλάνος (beguiling love)