Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπίσημος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπίσημος ἐπίσημον

Structure: ἐπισημ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: sh=ma

Sense

  1. having a mark on, stamped, coined, with, inscription on them
  2. notable, remarkable, notorious

Examples

  • τὰ χείλη δὲ πελιδνὰ καὶ νεκρικὰ καὶ τράχηλοσ λεπτὸσ καὶ ἐπίσημοι ἐν αὐτῷ αἱ φλέβεσ καὶ ῥὶσ μακρά. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:2)
  • Καὶ ἄλλοι μὲν πολλοὶ συγκατέβαινον ἡμῖν, ἐν αὐτοῖσ δὲ ἐπίσημοι Ἰσμηνόδωρόσ τε ὁ πλούσιοσ ὁ ἡμέτεροσ καὶ Ἀρσάκησ ὁ Μηδίασ ὕπαρχοσ καὶ Ὀροίτησ ὁ Ἀρμένιοσ. (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:1)
  • "ἔπειθ’ ὅσοι παρῆσαν ἐπίσημοι ξένοι ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι, ὅκωσ ἔχων τὸν παῖδα πωλήσει ’σ Χίον, ἕτεροσ δ’ ὅκωσ ἐσ Κλαζομενάσ, ἕτεροσ δ’ ὅκωσ ἐσ Ἔφεσον, ὁ δ’ ἐσ Ἄβυδον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 20 1:66)
  • ἐγένοντο δ’ ἐπίσημοι κύλικεσ αἵ τε Ἀργεῖαι καὶ αἱ Ἀττικαί. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 11, book 11, chapter 60 1:1)
  • καὶ οὗτοι μὲν ἐπίσημοι. (Dio, Chrysostom, Orationes, 23:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION