헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιμελής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιμελής ἐπιμελές

형태분석: ἐπιμελη (어간) + ς (어미)

어원: me/lomai

  1. 조심스러운, 주의깊은, 주의 깊은
  1. careful or anxious about, put in charge of
  2. careful, attentive
  3. cared for, an object of care, business

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐπιμελής

(이)가

ἐπίμελες

(것)가

속격 ἐπιμελούς

(이)의

ἐπιμέλους

(것)의

여격 ἐπιμελεί

(이)에게

ἐπιμέλει

(것)에게

대격 ἐπιμελή

(이)를

ἐπίμελες

(것)를

호격 ἐπιμελές

(이)야

ἐπίμελες

(것)야

쌍수주/대/호 ἐπιμελεί

(이)들이

ἐπιμέλει

(것)들이

속/여 ἐπιμελοίν

(이)들의

ἐπιμέλοιν

(것)들의

복수주격 ἐπιμελείς

(이)들이

ἐπιμέλη

(것)들이

속격 ἐπιμελών

(이)들의

ἐπιμέλων

(것)들의

여격 ἐπιμελέσιν*

(이)들에게

ἐπιμέλεσιν*

(것)들에게

대격 ἐπιμελείς

(이)들을

ἐπιμέλη

(것)들을

호격 ἐπιμελείς

(이)들아

ἐπιμέλη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὐ γὰρ οἱο͂́ν τε μὴ καλῶσ ὑποδεικνύντοσ καλῶσ μιμεῖσθαι, οὔτ’ ἐν τοῖσ ἄλλοισ, οὔτ’ ἐν ἐπιτροπείᾳ, ὡσ ἀδύνατον μὴ ἐπιμελῶν δεσποτῶν ἐπιμελεῖσ εἶναι τοὺσ ἐφεστῶτασ. (Aristotle, Economics, Book 1 38:3)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 38:3)

  • οὐ γὰρ μόνον παρὰ τοῖσ ἄλλοισ Ἕλλησιν ἠμελήθη τὰ περὶ τὰσ ἀναγραφάσ, ἀλλ’ οὐδὲ παρὰ τοῖσ Ἀθηναίοισ, οὓσ αὐτόχθονασ εἶναι λέγουσιν καὶ παιδείασ ἐπιμελεῖσ, οὐδὲν τοιοῦτον εὑρίσκεται γενόμενον, ἀλλὰ τῶν δημοσίων γραμμάτων ἀρχαιοτάτουσ εἶναί φασι τοὺσ ὑπὸ Δράκοντοσ αὐτοῖσ περὶ τῶν φονικῶν γραφέντασ νόμουσ ὀλίγῳ πρότερον τῆσ Πεισιστράτου τυραννίδοσ ἀνθρώπου γεγονότοσ. (Flavius Josephus, Contra Apionem, 25:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 25:1)

  • αὐτοὶ γὰρ ἑωράθησαν δι’ αὐτῶν οὐκ ἀσέβειαν μὲν εὐσέβειαν δ’ ἀληθεστάτην διδάσκοντεσ, οὐδ’ ἐπὶ μισανθρωπίαν, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν τῶν ὄντων κοινωνίαν παρακαλοῦντεσ, ἀδικίασ ἐχθροί, δικαιοσύνησ ἐπιμελεῖσ, ἀργίαν καὶ πολυτέλειαν ἐξορίζοντεσ, αὐτάρκεισ καὶ φιλοπόνουσ εἶναι διδάσκοντεσ, πολέμων μὲν ἀπείργοντεσ εἰσ πλεονεξίαν, ἀνδρείουσ δὲ ὑπὲρ αὑτῶν εἶναι παρασκευάζοντεσ, ἀπαραίτητοι πρὸσ τὰσ τιμωρίασ, ἀσόφιστοι λόγων παρασκευαῖσ, τοῖσ ἔργοισ ἀεὶ βεβαιούμενοι· (Flavius Josephus, Contra Apionem, 267:2)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 267:2)

  • "αἱ δ’ ἀπηλλαγμέναι γενέσεωσ ψυχαὶ καὶ σχολάζουσαι τὸ λοιπὸν ἀπὸ σώματοσ, οἱο͂ν ἐλεύθεραι πάμπαν ἀφιέμεναι, δαίμονὲσ εἰσιν ἀνθρώπων ἐπιμελεῖσ καθ’ Ἡσίοδον. (Plutarch, De genio Socratis, section 2411)

    (플루타르코스, De genio Socratis, section 2411)

  • οὐδὲ γάρ ἐστιν, ἔφη, ὦ Σώκρατεσ, ἐφεξῆσ γε οὕτωσ οἱο͂́ν τε πάντασ διδάξαι ἐπιμελεῖσ εἶναι. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 12 11:3)

    (크세노폰, Works on Socrates, , chapter 12 11:3)

유의어

  1. 조심스러운

  2. cared for

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION