ἐνεργέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐνεργέω
Structure:
ἐνεργέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to be in action or activity, to operate
- (transitive) to effect, execute
- (euphemistically) to have sex
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- διὰ γὰρ τὴν ἐκ τῶν τεττάρων ποιὰν κρᾶσιν ἑκάστου τῶν μορίων ὡδί πωσ ἐνεργοῦντοσ ἀνάγκη πᾶσα καὶ διὰ τὴν βλάβην αὐτῶν ἢ διαφθείρεσθαι τελέωσ ἢ ἐμποδίζεσθαί γε τὴν ἐνέργειαν καὶ οὕτω νοσεῖν τὸ ζῷον ἢ ὅλον ἢ κατὰ τὰ μόρια. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 866)
- διὰ τοῦτο δὲ καὶ καταπίνειν Ῥᾷόν ἐστιν ἢ ἐμεῖν, ὅτι καταπίνεται μὲν ἀμφοῖν τῆσ γαστρὸσ τῶν χιτώνων ἐνεργούντων, τοῦ μὲν ἐντὸσ ἕλκοντοσ, τοῦ δ’ ἐκτὸσ περιστελλομένου τε καὶ συνεπωθοῦντοσ, ἐμεῖται δὲ θατέρου μόνου τοῦ ἔξωθεν ἐνεργοῦντοσ, οὐδενὸσ ἕλκοντοσ εἰσ τὸ στόμα. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 831)
- εἰ δ’ αὖ πάλιν ἐφ’ ἑτέρου ζῳού διατέμοισ ἀμφοτέρουσ τοὺσ χιτῶνασ τομαῖσ ἐγκαρσίαισ, θεάσῃ καὶ τοῦτο καταπῖνον οὐκέτ’ ἐνεργοῦντοσ τοῦ ἐντόσ. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 847)
- ἔσται γὰρ ὁ βίοσ εὐδαίμων τοῦ κατὰ τὴν ἀρετὴν ἐνεργοῦντοσ. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 120:4)
- ἐν αἷσ ποτὲ περιεπατήσατε κατὰ τὸν αἰῶνα τοῦ κόσμου τούτου, κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆσ ἐξουσίασ τοῦ ἀέροσ, τοῦ πνεύματοσ τοῦ νῦν ἐνεργοῦντοσ ἐν τοῖσ υἱοῖσ τῆσ ἀπειθίασ· (PROS EFESIOUS, chapter 1 29:1)
Synonyms
-
to effect
-
to have sex
- οἴφω (I have sex with)
- δαμάζω ( I give in marriage, violate, have sex with)
- δάμνημι ( I give in marriage, violate, have sex with)