헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔνδημος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔνδημος ἔνδημος ἔνδημον

형태분석: ἐνδημ (어간) + ος (어미)

  1. 타고난, 고유의, 토착의, 원주민의
  1. among ones people, at home, native
  2. pertaining specifically to a place (i.e. internal affair)
  3. peculiar to a people, endemic

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 έ̓νδημος

타고난 (이)가

έ̓νδημον

타고난 (것)가

속격 ἐνδήμου

타고난 (이)의

ἐνδήμου

타고난 (것)의

여격 ἐνδήμῳ

타고난 (이)에게

ἐνδήμῳ

타고난 (것)에게

대격 έ̓νδημον

타고난 (이)를

έ̓νδημον

타고난 (것)를

호격 έ̓νδημε

타고난 (이)야

έ̓νδημον

타고난 (것)야

쌍수주/대/호 ἐνδήμω

타고난 (이)들이

ἐνδήμω

타고난 (것)들이

속/여 ἐνδήμοιν

타고난 (이)들의

ἐνδήμοιν

타고난 (것)들의

복수주격 έ̓νδημοι

타고난 (이)들이

έ̓νδημα

타고난 (것)들이

속격 ἐνδήμων

타고난 (이)들의

ἐνδήμων

타고난 (것)들의

여격 ἐνδήμοις

타고난 (이)들에게

ἐνδήμοις

타고난 (것)들에게

대격 ἐνδήμους

타고난 (이)들을

έ̓νδημα

타고난 (것)들을

호격 έ̓νδημοι

타고난 (이)들아

έ̓νδημα

타고난 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ἡ δ’ ἀρειμάνιοσ αὕτη λεγομένη καὶ πολεμικὴ παντὶ δῆλον ὅτῳ θεῶν ἀνίεται καὶ βακχεύεται ἄχορον ἀκίθαριν δακρυογόνον Ἄρη βοὰν τ’ ἔνδημον ἐξοπλίζουσα. (Plutarch, Amatorius, section 16 2:8)

    (플루타르코스, Amatorius, section 16 2:8)

  • μηδέ τισ ἀνδροκμὴσ λοιγὸσ ἐπελθέτω τάνδε πόλιν δαί̈ζων, ἄχορον ἀκίθαριν δακρυογόνον Ἄρη βοάν τ’ ἔνδημον ἐξοπλίζων. (Aeschylus, Suppliant Women, choral, strophe 31)

    (아이스킬로스, 탄원하는 여인들, choral, strophe 31)

  • ἄν τισ Ἀθηναίων, φησίν, ἑταιρήσῃ, μὴ ἐξέστω αὐτῷ τῶν ἐννέα ἀρχόντων γενέσθαι, ὅτι οἶμαι στεφανηφόροσ ἡ ἀρχή, μηδ’ ἱερωσύνην ἱερώσασθαι, ὡσ οὐδὲ καθαρεύοντι τῷ σώματι, μηδὲ συνδικησάτω, φησί, τῷ δημοσίῳ, μηδὲ ἀρξάτω ἀρχὴν μηδεμίαν μηδέποτε, μήτ’ ἔνδημον μήτε ὑπερόριον, μήτε κληρωτὴν μήτε χειροτονητήν· (Aeschines, Speeches, , section 192)

    (아이스키네스, 연설, , section 192)

  • Νόμοσ ἐάν τισ Ἀθηναῖοσ ἑταιρήσῃ, μὴ ἐξέστω αὐτῷ τῶν ἐννέα ἀρχόντων γενέσθαι, μηδ’ ἱερωσύνην ἱερώσασθαι, μηδὲ συνδικῆσαι τῷ δήμῳ, μηδὲ ἀρχὴν ἀρχέτω μηδεμίαν, μήτε ἔνδημον μήτε ὑπερόριον, μήτε κληρωτὴν μήτε χειροτονητήν, μηδ’ ἐπὶ κηρυκείαν ἀποστελλέσθω, μηδὲ γνώμην λεγέτω, μηδ’ εἰσ τὰ δημοτελῆ ἱερὰ εἰσίτω, μηδ’ ἐν ταῖσ κοιναῖσ στεφανηφορίαισ στεφανούσθω, μηδ’ ἐντὸσ τῆσ ἀγορᾶσ τῶν περιρραντηρίων πορευέσθω. (Aeschines, Speeches, , section 211)

    (아이스키네스, 연설, , section 211)

유의어

  1. pertaining specifically to a place

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION