Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑκηβόλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἑκηβόλος

Structure: ἑκηβολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e(ka/s, ba/llw

Sense

  1. far-darting, far-shooting

Examples

  • "τοξότισ γάρ καὶ ἑκηβόλοσ καὶ τηλέμαχοσ ἡ Ἄρτεμισ. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 12:6)
  • συὸσ μέγιστον χρῆμ’ ἐπ’ Οἰνέωσ γύαισ ἀνῆκε Λητοῦσ παῖσ ἑκηβόλοσ θεά. (Lucian, Symposium, (no name) 25:7)
  • ἐσσυμένωσ δ’ ἠίξεν ἄναξ Διὸσ υἱὸσ Ἀπόλλων ἐσ Πύλον ἠγαθέην διζήμενοσ εἰλίποδασ βοῦσ, πορφυρέῃ νεφέλῃ κεκαλυμμένοσ εὐρέασ ὤμουσ’ ἴχνιά τ’ εἰσενόησεν Ἑκηβόλοσ εἶπέ τε μῦθον· (Anonymous, Homeric Hymns, 23:1)
  • καὶ τότε Μαιάδοσ υἱὸσ ὑποσχόμενοσ κατένευσε, μή ποτ’ ἀποκλέψειν, ὅσ’ Ἑκηβόλοσ ἐκτεάτισται, μηδέ ποτ’ ἐμπελάσειν πυκινῷ δόμῳ· (Anonymous, Homeric Hymns, 55:1)
  • οὐδ’ εἴ κεν ἑκηβόλοσ αὐτὸσ Ἀπόλλων τόξου ἀπ’ ἀργυρέου προί̈ῃ βέλεα στονόεντα. (Anonymous, Homeric Hymns, 14:3)

Synonyms

  1. far-darting

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION