ἐκεῖθι?
Adverb;
Transliteration: ekeithi
Principal Part:
ἐκεῖθι
Etym.: =
ἐκεῖ, Hom., etc.
- Ναμέρτης πρεσβευτὴς ἀποσταλείς, μακαρίζοντός τινος αὐτὸν τῶν ἐκεῖθι διότι πολύφιλος εἰή, ἠρώτησεν εἰ δοκίμιον ἔχει τίνι τρόπῳ πειράζεται ὁ πολύφιλος: (Plutarch, Apophthegmata Laconica, Namertou, section 11)
- Ναμέρτης πρεσβευτὴς ἀποσταλείς, μακαρίζοντός τινος αὐτὸν τῶν ἐκεῖθι διότι πολύφιλος εἰή, ἠρώτησεν εἰ δοκίμιον ἔχει τίνι τρόπῳ πειράζεται ὁ πολύφιλος: (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 11)
- οὐδ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοι - ἐκεῖθι κεῖσθον · (Aeschylus, Seven Against Thebes, episode15)
- παρὰ τὸ ἐκεῖθι, κεῖθι και κεῖ παρὰ Ἀρχιλόχῳ. (Unknown, Elegy and Iambus, Volume II, , unknown158)
- τὸν ξεῖνον δύστηνον ἄγ ἐς πόλιν, ὄφρ ἂν ἐκεῖθι δαῖτα πτωχεύῃ: (Homer, Odyssey, Book 17 2:4)