ἐκβολή?
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사: ekbolē
고전 발음: [엑볼레:]
신약 발음: [액볼레]
기본형:
ἐκβολή
형태분석:
ἐκβολ
(어간)
+
η
(어미)
뜻
- 아웃, 선반 세공, 갈이틀
- 유배, 추방, 망명
- 무렵, 때, 출산, 결실
- 입, 출발, 닙, 떠남, 콘센트, 작은 입
- 벗어나기, 일탈
- a throwing out, turning, out of
- a throwing the cargo overboard
- ejectment, banishment
- a letting fall
- a bringing forth: - , the time when, comes into ear
- a going out, outlet, the discharge, a mountain-pass, the mouth
- a digression
- that which is cast out, earth cast or scraped up, children exposed
- a cargo cast overboard, wrecked
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τὰς ἐκβολὰς ἄλλοι ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατόν. (Arrian, Periplus Ponti Euxini, chapter 13 3:1)
(아리아노스, Periplus Ponti Euxini, chapter 13 3:1)
- οὐ παρέργως οὖν οὐδὲ ἀμελῶς ἐπήκουον αὐτῶν καθάπερ ναυαγίαν τινὰ καὶ σωτηρίαν αὐτῶν παράλογον διηγουμένων, οἱοῖ` εἰσιν οἱ πρὸς τοῖς ἱεροῖς ἐξυρημένοι τὰς κεφαλὰς συνάμα πολλοὶ τὰς τρικυμίας καὶ ζάλας καὶ ἀκρωτήρια καὶ ἐκβολὰς καὶ ἱστοῦ κλάσεις καὶ πηδαλίων ἀποκαυλίσεις διεξιόντες, ἐπὶ πᾶσι δὲ τοὺς Διοσκούρους ἐπιφαινομένους, - οἰκεῖοι γὰρ τῆς τοιαύτης τραγῳδίας οὗτοί γε - ἢ τιν ἄλλον ἐκ μηχανῆς θεὸν ἐπὶ τῷ καρχησίῳ καθεζόμενον ἢ πρὸς τοῖς πηδαλίοις ἑστῶτα καὶ πρός τινα ᾐόνα μαλακὴν ἀπευθύνοντα τὴν ναῦν, οἷ προσενεχθεῖσα ἔμελλεν αὐτὴ μὲν ἠρέμα καὶ κατὰ σχολὴν διαλυθήσεσθαι, αὐτοὶ δὲ ἀσφαλῶς ἀποβήσεσθαι χάριτι καὶ εὐμενείᾳ τοῦ θεοῦ. (Lucian, De mercede, (no name) 1:7)
(루키아노스, De mercede, (no name) 1:7)
- χαρμοναὶ δακρύων ἔδοσαν ἐκβολάς: (Euripides, Heracles, choral, strophe 16)
(에우리피데스, Heracles, choral, strophe 16)
- τὰ μὲν πρὸς μεσαμβρίης κατὰ Πάταλά τε καὶ τοῦ Ἰνδοῦ τὰς ἐκβολὰς ὤφθη πρός τε Ἀλεξάνδρου καὶ Μακεδόνων καὶ πολλῶν Ἑλλήνων: (Arrian, Indica, chapter 2 8:1)
(아리아노스, Indica, chapter 2 8:1)
- οὗτος ἀπὸ τοῦ οὔρεος τοῦ Ταύρου, ἵνα τοῦ Ἰνδοῦ αἱ πηγαί, παῤ αὐτὸν τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἰόντι ἔστε ἐπὶ τὴν μεγάλην θάλασσαν καὶ τοῦ Ἰνδοῦ τὰς ἐκβολὰς μυρίους σταδίους καὶ τρισχιλίους τὴν πλευρὴν λέγει ἐπέχειν τῆς γῆς τῆς Ἰνδῶν. (Arrian, Indica, chapter 3 2:1)
(아리아노스, Indica, chapter 3 2:1)
유의어
-
아웃
-
a letting fall
-
벗어나기