- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἴσω?

부사; 로마알파벳 전사: eisō 고전 발음: [소:] 신약 발음: [이소]

기본형: εἴσω

어원: εἰς, ἐς의 부사형

  1. into
  2. inside, within
  3. (of time)

예문

  • τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῦ ἀγῶνος σπουδὴν καὶ τῶν ὄχλων εἴσω τῶν θυρωμάτων εἰσβαλόντων, ἀναδραμὼν γενναίως ἐπὶ τὸ τεῖχος, κατεκρήμνισεν ἑαυτὸν ἀνδρείως εἰς τοὺς ὄχλους. (Septuagint, Liber Maccabees II 14:43)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 14:43)

  • περαιωθέντας δὲ τὴν λίμνην εἰς τὸ εἴσω λειμὼν ὑποδέχεται μέγας τῷ ἀσφοδέλῳ κατάφυτος καὶ ποτὸν μνήμης πολέμιον Λήθης γοῦν διὰ τοῦτο ὠνόμασται. (Lucian, (no name) 5:1)

    (루키아노스, (no name) 5:1)

  • καὶ τὸ μὲν πρόγραμμά φησι μὴ παριέναι εἰς τὸ εἴσω τῶν περιρραντηρίων ὅστις μὴ καθαρός ἐστιν . (Lucian, De sacrificiis, (no name) 13:1)

    (루키아노스, De sacrificiis, (no name) 13:1)

  • τῶν καὶ ψυχαὶ μὲν χθόνα δύμεναι Αἴδος εἴσω κάκκιον, ὀστέα δέ σφι περὶ ῥινοῖο σαπείσης Σειρίου ἀζαλέοιο μελαίνῃ πύθεται αἰῄ. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 12:6)

    (헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 12:6)

  • καὶ σὺ δέ, ὦ Ἑρμῆ, σύρατ αὐτὸν εἴσω τοῦ ποδός: (Lucian, Cataplus, (no name) 13:7)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 13:7)

유의어

  1. into

  2. inside

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION