헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰσέλκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰσέλκω

형태분석: εἰς (접두사) + έ̔λκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 끌다, 당기다, 그리다, 묘사하다
  1. to draw, haul, drag in or into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέλκω

(나는) 끈다

εἰσέλκεις

(너는) 끈다

εἰσέλκει

(그는) 끈다

쌍수 εἰσέλκετον

(너희 둘은) 끈다

εἰσέλκετον

(그 둘은) 끈다

복수 εἰσέλκομεν

(우리는) 끈다

εἰσέλκετε

(너희는) 끈다

εἰσέλκουσιν*

(그들은) 끈다

접속법단수 εἰσέλκω

(나는) 끌자

εἰσέλκῃς

(너는) 끌자

εἰσέλκῃ

(그는) 끌자

쌍수 εἰσέλκητον

(너희 둘은) 끌자

εἰσέλκητον

(그 둘은) 끌자

복수 εἰσέλκωμεν

(우리는) 끌자

εἰσέλκητε

(너희는) 끌자

εἰσέλκωσιν*

(그들은) 끌자

기원법단수 εἰσέλκοιμι

(나는) 끌기를 (바라다)

εἰσέλκοις

(너는) 끌기를 (바라다)

εἰσέλκοι

(그는) 끌기를 (바라다)

쌍수 εἰσέλκοιτον

(너희 둘은) 끌기를 (바라다)

εἰσελκοίτην

(그 둘은) 끌기를 (바라다)

복수 εἰσέλκοιμεν

(우리는) 끌기를 (바라다)

εἰσέλκοιτε

(너희는) 끌기를 (바라다)

εἰσέλκοιεν

(그들은) 끌기를 (바라다)

명령법단수 εἰσέλκε

(너는) 끌어라

εἰσελκέτω

(그는) 끌어라

쌍수 εἰσέλκετον

(너희 둘은) 끌어라

εἰσελκέτων

(그 둘은) 끌어라

복수 εἰσέλκετε

(너희는) 끌어라

εἰσελκόντων, εἰσελκέτωσαν

(그들은) 끌어라

부정사 εἰσέλκειν

끄는 것

분사 남성여성중성
εἰσελκων

εἰσελκοντος

εἰσελκουσα

εἰσελκουσης

εἰσελκον

εἰσελκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσέλκομαι

(나는) 끌려진다

εἰσέλκει, εἰσέλκῃ

(너는) 끌려진다

εἰσέλκεται

(그는) 끌려진다

쌍수 εἰσέλκεσθον

(너희 둘은) 끌려진다

εἰσέλκεσθον

(그 둘은) 끌려진다

복수 εἰσελκόμεθα

(우리는) 끌려진다

εἰσέλκεσθε

(너희는) 끌려진다

εἰσέλκονται

(그들은) 끌려진다

접속법단수 εἰσέλκωμαι

(나는) 끌려지자

εἰσέλκῃ

(너는) 끌려지자

εἰσέλκηται

(그는) 끌려지자

쌍수 εἰσέλκησθον

(너희 둘은) 끌려지자

εἰσέλκησθον

(그 둘은) 끌려지자

복수 εἰσελκώμεθα

(우리는) 끌려지자

εἰσέλκησθε

(너희는) 끌려지자

εἰσέλκωνται

(그들은) 끌려지자

기원법단수 εἰσελκοίμην

(나는) 끌려지기를 (바라다)

εἰσέλκοιο

(너는) 끌려지기를 (바라다)

εἰσέλκοιτο

(그는) 끌려지기를 (바라다)

쌍수 εἰσέλκοισθον

(너희 둘은) 끌려지기를 (바라다)

εἰσελκοίσθην

(그 둘은) 끌려지기를 (바라다)

복수 εἰσελκοίμεθα

(우리는) 끌려지기를 (바라다)

εἰσέλκοισθε

(너희는) 끌려지기를 (바라다)

εἰσέλκοιντο

(그들은) 끌려지기를 (바라다)

명령법단수 εἰσέλκου

(너는) 끌려져라

εἰσελκέσθω

(그는) 끌려져라

쌍수 εἰσέλκεσθον

(너희 둘은) 끌려져라

εἰσελκέσθων

(그 둘은) 끌려져라

복수 εἰσέλκεσθε

(너희는) 끌려져라

εἰσελκέσθων, εἰσελκέσθωσαν

(그들은) 끌려져라

부정사 εἰσέλκεσθαι

끌려지는 것

분사 남성여성중성
εἰσελκομενος

εἰσελκομενου

εἰσελκομενη

εἰσελκομενης

εἰσελκομενον

εἰσελκομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εί̓σηλκον

(나는) 끌고 있었다

εί̓σηλκες

(너는) 끌고 있었다

εί̓σηλκεν*

(그는) 끌고 있었다

쌍수 εἰσῆλκετον

(너희 둘은) 끌고 있었다

εἰσήλκετην

(그 둘은) 끌고 있었다

복수 εἰσῆλκομεν

(우리는) 끌고 있었다

εἰσῆλκετε

(너희는) 끌고 있었다

εί̓σηλκον

(그들은) 끌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰσήλκομην

(나는) 끌려지고 있었다

εἰσῆλκου

(너는) 끌려지고 있었다

εἰσῆλκετο

(그는) 끌려지고 있었다

쌍수 εἰσῆλκεσθον

(너희 둘은) 끌려지고 있었다

εἰσήλκεσθην

(그 둘은) 끌려지고 있었다

복수 εἰσήλκομεθα

(우리는) 끌려지고 있었다

εἰσῆλκεσθε

(너희는) 끌려지고 있었다

εἰσῆλκοντο

(그들은) 끌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 끌다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION