- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγχέλειος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: encheleios 고전 발음: [엥켈레] 신약 발음: [앵캘리오]

기본형: ἐγχέλειος ἐγχέλεια ἐγχέλειον

형태분석: ἐγχελει (어간) + ος (어미)

  1. of an eel, eel's flesh

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἐγχέλειος

(이)가

ἐγχελεία

(이)가

ἐγχέλειον

(것)가

속격 ἐγχελείου

(이)의

ἐγχελείας

(이)의

ἐγχελείου

(것)의

여격 ἐγχελείῳ

(이)에게

ἐγχελείᾳ

(이)에게

ἐγχελείῳ

(것)에게

대격 ἐγχέλειον

(이)를

ἐγχελείαν

(이)를

ἐγχέλειον

(것)를

호격 ἐγχέλειε

(이)야

ἐγχελεία

(이)야

ἐγχέλειον

(것)야

쌍수주/대/호 ἐγχελείω

(이)들이

ἐγχελεία

(이)들이

ἐγχελείω

(것)들이

속/여 ἐγχελείοιν

(이)들의

ἐγχελείαιν

(이)들의

ἐγχελείοιν

(것)들의

복수주격 ἐγχέλειοι

(이)들이

ἐγχέλειαι

(이)들이

ἐγχέλεια

(것)들이

속격 ἐγχελείων

(이)들의

ἐγχελειῶν

(이)들의

ἐγχελείων

(것)들의

여격 ἐγχελείοις

(이)들에게

ἐγχελείαις

(이)들에게

ἐγχελείοις

(것)들에게

대격 ἐγχελείους

(이)들을

ἐγχελείας

(이)들을

ἐγχέλεια

(것)들을

호격 ἐγχέλειοι

(이)들아

ἐγχέλειαι

(이)들아

ἐγχέλεια

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Θεόφιλος δ ἐν Ιἀτρῷ ἅμα σκώπτων αὐτοῦ καὶ τὸ ἐν λόγοις ψυχρὸν πᾶς δὲ φιλοτίμως πρὸς αὐτὸν τῶν νεανίσκων ἔχει ` ἐγχέλειον, παρατέθεικε τῷ πατρί. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 24 5:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 24 5:3)

  • οἱ δὲ χορηγοὶ τοῖς χορευταῖς ἐγχέλεια καὶ θριδάκια καὶ σκελίδας καὶ μυελὸν παρατιθέντες, εὐώχουν ἐπὶ πολὺν χρόνον φωνασκουμένους καὶ τρυφῶντας. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 6 2:4)

    (플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 6 2:4)

  • οἱ δὲ χορηγοὶ τοῖς χορευταῖς ἐγχέλεια καὶ θριδάκια καὶ σκελίδας καὶ μυελὸν παρατιθέντες, εὐώχουν ἐπὶ πολὺν χρόνον φωνασκουμένους καὶ τρυφῶντας. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 6 10:1)

    (플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 6 10:1)

  • τὸ δὲ ἐγχέλειον· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 81 4:11)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 81 4:11)

  • ἐγχέλεια, καράβους, κόγχας, ἐχίνους προσφάτους, μηκώνια, πίνας, τραχήλους, μύας. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 34 2:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 34 2:2)

유의어

  1. of an eel

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION