헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἔγκειμαι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἔγκειμαι ἔγκείσομαι

형태분석: ἐγ (접두사) + κεί (어간) + μαι (인칭어미)

어원: used as Pass. of e)nti/qhmi

  1.  
  2. ~에 속하다, 관계되어 있다
  3. 몰아대다, 다그치다, 뒤쫓다, 따라가다, 추적하다, 괴롭히다
  1. to lie in, be wrapped in, clothes
  2. to be involved in
  3. to press upon, pressing upon, was, urgent, he insists
  4. to be devoted to

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκείμαι

(나는)  는다

ἐγκείσαι

(너는)  는다

ἐγκείται

(그는)  는다

쌍수 ἐγκείσθον

(너희 둘은)  는다

ἐγκείσθον

(그 둘은)  는다

복수 ἐγκείμεθα

(우리는)  는다

ἐγκείσθε

(너희는)  는다

ἐγκείνται

(그들은)  는다

접속법단수 ἐγκείωμαι

(나는)  자

ἐγκείῃ

(너는)  자

ἐγκείηται

(그는)  자

쌍수 ἐγκείησθον

(너희 둘은)  자

ἐγκείησθον

(그 둘은)  자

복수 ἐγκειώμεθα

(우리는)  자

ἐγκείησθε

(너희는)  자

ἐγκείωνται

(그들은)  자

기원법단수 ἐγκειίμην

(나는)  기를 (바라다)

ἐγκείιο

(너는)  기를 (바라다)

ἐγκείιτο

(그는)  기를 (바라다)

쌍수 ἐγκείισθον

(너희 둘은)  기를 (바라다)

ἐγκειίσθην

(그 둘은)  기를 (바라다)

복수 ἐγκειίμεθα

(우리는)  기를 (바라다)

ἐγκείισθε

(너희는)  기를 (바라다)

ἐγκείιντο

(그들은)  기를 (바라다)

명령법단수 ἐγκείσο

(너는)  어라

ἐγκείσθω

(그는)  어라

쌍수 ἐγκείσθον

(너희 둘은)  어라

ἐγκείσθων

(그 둘은)  어라

복수 ἐγκείσθε

(너희는)  어라

ἐγκείσθων

(그들은)  어라

부정사 ἐγκείσθαι

 는 것

분사 남성여성중성
ἐγκειμενος

ἐγκειμενου

ἐγκειμενη

ἐγκειμενης

ἐγκειμενον

ἐγκειμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκείσομαι

(나는)  겠다

ἐγκείσει, ἐγκείσῃ

(너는)  겠다

ἐγκείσεται

(그는)  겠다

쌍수 ἐγκείσεσθον

(너희 둘은)  겠다

ἐγκείσεσθον

(그 둘은)  겠다

복수 ἐγκεισόμεθα

(우리는)  겠다

ἐγκείσεσθε

(너희는)  겠다

ἐγκείσονται

(그들은)  겠다

기원법단수 ἐγκεισοίμην

(나는)  겠기를 (바라다)

ἐγκείσοιο

(너는)  겠기를 (바라다)

ἐγκείσοιτο

(그는)  겠기를 (바라다)

쌍수 ἐγκείσοισθον

(너희 둘은)  겠기를 (바라다)

ἐγκεισοίσθην

(그 둘은)  겠기를 (바라다)

복수 ἐγκεισοίμεθα

(우리는)  겠기를 (바라다)

ἐγκείσοισθε

(너희는)  겠기를 (바라다)

ἐγκείσοιντο

(그들은)  겠기를 (바라다)

부정사 ἐγκείσεσθαι

 을 것

분사 남성여성중성
ἐγκεισομενος

ἐγκεισομενου

ἐγκεισομενη

ἐγκεισομενης

ἐγκεισομενον

ἐγκεισομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐνεκείμην

(나는)  고 있었다

ἐνεκείου, ἐνέκεισο

(너는)  고 있었다

ἐνέκειτο

(그는)  고 있었다

쌍수 ἐνέκεισθον

(너희 둘은)  고 있었다

ἐνεκείσθην

(그 둘은)  고 있었다

복수 ἐνεκείμεθα

(우리는)  고 있었다

ἐνέκεισθε

(너희는)  고 있었다

ἐνέκειντο

(그들은)  고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "σελήνη δ’ ἡλίου μεταξὺ καὶ γῆσ, ὥσπερ καρδίασ καὶ κοιλίασ ἧπαρ ἤ τι μαλθακὸν ἄλλο σπλάγχνον ἐγκειμένη τὴν τ’ ἄνωθεν ἀλέαν ἐνταῦθα διαπέμπει καὶ τὰσ ἐντεῦθεν ἀναθυμιάσεισ πέψει τινὶ καὶ καθάρσει λεπτύνουσα περὶ ἑαυτὴν ἀναδίδωσιν εἰ δὲ καὶ πρὸσ ἄλλα τὸ γεῶδεσ αὐτῆσ καὶ στερέμνιον ἔχει τινὰ πρόσφορον χρείαν, ἄδηλον ἡμῖν. (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 157)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 157)

  • Ἀτὰρ καὶ ἐν τῇ μασχάλῃ ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονοσ φαίνεται ἐγκειμένη πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἐκπεπτωκότοσ ἢ τοῦ ὑγιέοσ‧ τοῦτο δὲ, ἄνωθεν κατὰ τὴν ἐπωμίδα κοῖλον φαίνεται τὸ χωρίον, καὶ τὸ τοῦ ἀκρωμίου ὀστέον ἐξέχον φαίνεται, ἅτε ὑποδεδυκότοσ τοῦ ἄρθρου ἐσ τὸ κάτω χωρίον‧ παραξύνεσιν μὴν καὶ ἐν τούτῳ ἔχει τινὰ, ἀλλ’ ὕστερον περὶ αὐτοῦ γεγράψεται, ἄξιον γὰρ γραφῆσ ἐστιν‧ τοῦτο δὲ, τοῦ ἐκπεπτωκότοσ ὁ ἀγκὼν φαίνεται ἀφεστεὼσ μᾶλλον ἀπὸ τῶν πλευρέων, ἢ τοῦ ἑτέρου‧ εἰ μέντοι τισ προσαναγκάζοι, προσάγεται μὲν, ἐπιπόνωσ δέ‧ τοῦτο δὲ, ἄνω τὴν χεῖρα ἆραι εὐθεῖαν παρὰ τὸ οὖσ, ἐκτεταμένου τοῦ ἀγκῶνοσ, οὐ μάλα δύνανται, ὥσπερ τὴν ὑγιέα, οὐδὲ παράγειν ἔνθα καὶ ἔνθα ὁμοίωσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.3)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 10.3)

  • Ἢν ὑστέρη ἐν τῷ ἰσχίῳ ἐγκειμένη διαπυήσῃ, ἀνάγκη ἔμμοτον γενέσθαι. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 72.47)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., AFORISMOI., 72.47)

유의어

  1. ~에 속하다

  2. 몰아대다

  3. to be devoted to

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION