- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δυσέλπιστος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: dyselpistos 고전 발음: [뒤셀삐] 신약 발음: [뒤샐삐]

기본형: δυσέλπιστος δυσέλπιστον

형태분석: δυσελπιστ (어간) + ος (어미)

  1. unhoped for, unexpectedly

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δυσέλπιστος

(이)가

δυσέλπιστον

(것)가

속격 δυσελπίστου

(이)의

δυσελπίστου

(것)의

여격 δυσελπίστῳ

(이)에게

δυσελπίστῳ

(것)에게

대격 δυσέλπιστον

(이)를

δυσέλπιστον

(것)를

호격 δυσέλπιστε

(이)야

δυσέλπιστον

(것)야

쌍수주/대/호 δυσελπίστω

(이)들이

δυσελπίστω

(것)들이

속/여 δυσελπίστοιν

(이)들의

δυσελπίστοιν

(것)들의

복수주격 δυσέλπιστοι

(이)들이

δυσέλπιστα

(것)들이

속격 δυσελπίστων

(이)들의

δυσελπίστων

(것)들의

여격 δυσελπίστοις

(이)들에게

δυσελπίστοις

(것)들에게

대격 δυσελπίστους

(이)들을

δυσέλπιστα

(것)들을

호격 δυσέλπιστοι

(이)들아

δυσέλπιστα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περὶ δὲ τῶν φίλων καὶ τοῦ στρατοῦ παντός, εἰ μὲν οὐχ ὑποπτεύσεις με λέγοντα, συμβουλεύσω τὰ σοὶ μάλιστα ὠφελιμώτατα, μηδὲν δεινὸν αὐτοὺς ἐργάσασθαι διὰ τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλονικίαν, μηδὲ ἄνθρωπον ὄντα καὶ τύχῃ χρώμενον, οὐ βεβαίῳ πράγματι, κωλῦσαι τοὺς κινδυνεύειν ἐν τύχαις ἢ χρείαις ἐθελήσοντάς ποτε ὑπὲρ σοῦ, μαθόντας ἐκ τοῦδε τοῦ σοῦ νόμου δυσέλπιστον σῴζεσθαι μὴ κατορθοῦσιν. (Appian, The Civil Wars, book 5, chapter 5 6:3)

    (아피아노스, The Civil Wars, book 5, chapter 5 6:3)

  • πληθυόντων δὲ τῶν ἐπ ὀνόματι τῷ Ιἀκώβου τικτομένων, τὴν μὲν εἰς τὸ παρὸν οὐκ ἐφύλαττε πίστιν, εἰς ἔτος δὲ παρέξειν ἐπηγγέλλετο διὰ τὸ ἐποφθαλμιᾶν τῷ πλήθει τῆς κτήσεως, ἐπαγγελλόμενος μὲν διὰ τὸ δυσέλπιστον γενέσθαι τοσαῦτα, ψευδόμενος δὲ ἐπὶ γενομένοις. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 417:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 417:1)

  • Ἢν δὲ ἐπὶ τρώματι σπασμὸς γένηται, ὀλέθριον μὲν καὶ δυσέλπιστον· ἀρήγειν δὲ χρή· μετεξέτεροίτε γὰρ καὶ ἐκ τοιῶνδε ἐσώθησαν. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 253)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 253)

유의어

  1. unhoped for

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION